Ο Μπόρις Πορένα, κλασικός Ιταλός μουσουργός, συμφοιτητής του Ενιο Μορικόνε στο ωδείο του Γκοφρέντο Πετράσι στα χρόνια του 1940 και ένα από τα δεκάδες ομιλούντα πρόσωπα στο ντοκιμαντέρ-επιστολή αγάπης του Τζουζέπε Τορνατόρε στον συνθέτη του «Σινεμά ο Παράδεισος», ομολογεί κάποια στιγμή, κι ενώ η χρονολογική ροή του φιλμ έχει φθάσει στα 1984, πως μονάχα τότε, βγαίνοντας από την προβολή του «Κάποτε στην Αμερική», συνειδητοποίησε πως μια τέτοια μουσική δε θα μπορούσε να γραφτεί παρά μόνον από έναν σπουδαίο συνθέτη. Πουρίστας μέχρι μυελού οστέων, ο Πορένα, όπως και όλοι σχεδόν οι ακαδημαϊκοί συνάδελφοί του, δεν είχαν ποτέ τους πάρει στα σοβαρά συνθέτες που δούλευαν για το σινεμά. Ήταν το «Κάποτε στην Αμερική» που έμελλε να ανατρέψει αυτόν τον σνομπισμό, και να οδηγήσει τον Πορένα στη συγγραφή ενός απολογητικού γράμματος στον Μορικόνε για το «λάθος» του.

Στην πραγματικότητα, ο Μορικόνε δεν είχε ποτέ να αποδείξει τίποτα σε κανέναν. Η μουσική του είναι εκεί, σε κάπου 500 σάουντρακς, και μιλάει από μόνη της, συχνά και κυριολεκτικά, ως διάλογος θαρρείς που υποκαθιστά τα συναισθήματα και τις σιωπές. Από τους βασισμένους στην παραφωνία, αβάν-γκαρντ πειραματισμούς των αρχών της καριέρας του και τις πλήρεις σε ζωικούς ήχους και σφυρίγματα ποπ συνθέσεις για τα σπαγγέτι του Λεόνε μέχρι τις ευθυγραμμισμένες με λουπαρισμένο χτύπο μελωδίες (παρότι η λέξη μελωδία του προκαλούσε αλλεργία!) και τα επικά συμφωνικά έργα που συνδύαζαν λίγο απ’ όλα. Η 2,5ωρη ταινία του Τορνατόρε, εξονυχιστική σε λεπτομέρεια, κάνει στάση σε όλα τα ορόσημα -αν και θα θέλαμε, ειν’ η αλήθεια, λίγη giallo ακόμα, ή μια αναφορά έστω στην «Απειλή» του Κάρπεντερ ή τα γαλλικά αστυνομικά του ’80, όπως τον «Επαγγελματία» του Λοτνέρ.

Οπως και να έχει, είναι ένα ντοκιμαντέρ άκρως διαφωτιστικό και αδιάκοπα απολαυστικό, που λες και ανταγωνίζεται το υποκείμενό του στην «ενορχήστρωση» του υπέρογκου υλικού του. Το μοντάζ συμμαζεύει δημιουργικά μια πορεία 60 χρόνων και συνεντεύξεις μιας στρατιάς καλλιτεχνών που είτε συνεργάστηκαν με τον Ένιο είτε εμπνεύστηκαν από το καινοτόμο έργο του (από τους Ορνέλα Βανόνι, Εντουάρντο Βιανέλο, Κουίνσι Τζόουνς, Τζόαν Μπαέζ, Μπρους Σπρίνγκστιν, Χανς Ζίμερ, Μάικλ Ντέινα και Τζον Γούλιαμς μέχρι τους Κλιντ Ίστγουντ, Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, αδελφούς Ταβιάνι, Ρόλαντ Τζόφι, Ντάριο Αρζέντο ή Κουέντιν Ταραντίνο), αν και κύριος οδηγός είναι ο ίδιος ο συνθέτης και οι αφηγήσεις του από την πολυθρόνα τού χαώδους γραφείου του στο σπίτι του, όπου ο Τορνατόρε τον κινηματογράφησε έναν περίπου χρόνο πριν πεθάνει.

Ακριβέστερα, είναι η ταπεινότητά του σαν εξομολογείται τους λιγότερο ή περισσότερο λαμπρούς σταθμούς μιας ζωής βουτηγμένης στη μουσική (μια σεμνότητα που ο Τορνατόρε, παρασυρμένος ίσως από την αγάπη και τον ενθουσιασμό του, αμελεί να σεβαστεί στην μάλλον πανηγυρική κορύφωση). Και η ενέργεια και παραστατικότητά του έτσι που κουνάει μόνιμα τα χέρια, σαν να διεύθυνε ορχήστρα, και μουρμουράει σκοπούς και νότες, κάθε που συνδέει τους σταθμούς αυτούς με το σινεμά, το οποίο κάθε τόσο έλεγε πως θα εγκαταλείψει, αλλά πάντα μετάνιωνε και υπηρετούσε όλο και πιο μεγαλειωδώς μέχρι τελευταίας ανάσας.