Πέντε άνθρωποι, τέσσερις άντρες και μια γυναίκα, ζουν μαζί σ' ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα. Καθαρίζουν, μαγειρεύουν, περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους εκπαιδεύοντας τον σκύλο τους, που παίρνει μέρος σε αγώνες, κερδίζει και τους φέρνει ένα σωρό λεφτά. Αυτοί οι πέντε άνθρωποι δεν είναι τυχαίοι: είναι άνθρωποι του Θεού, καθολικοί ιερείς και μια καλόγρια, που δεν ασκούν πια το λειτούργημά τους. Γιατί έχουν όλοι αμαρτήσει. Ο ένας βίαζε ανήλικα αγόρια, ο άλλος πουλούσε βρέφη σε ζευγάρια εν αγνοία των βιολογικών γονιών, ο άλλος καρπωνόταν χρήματα του στρατού, εκείνη χτυπούσε το κοριτσάκι που υιοθέτησε από την Αφρική. Ανθρωποι του Θεού και της Καθολικής εκκλησίας, παλιάς και «νέας». Οι οποίοι, αντί να κατηγορηθούν ανοιχτά και να καταδικαστούν, να φυλακιστούν, εκθέτοντας έτσι την Εκκλησία, τοποθετούνται σε σπίτια-κρυφές φυλακές, όπου ζητούν συγχώρεση, ή απλώς στοιχηματίζουν σε σκυλιά. Παλιά εγκλήματα, νέες τιμωρίες.
Ο Πάμπλο Λαραΐν, μετά το πολιτικό κατηγορώ του «No», στρέφεται εναντίον της διαιώνισης της Καθολικής «άφεσης αμαρτιών», με τρόπο μαύρο όσο η πιο σκοτεινή συνείδηση και κυνικά χιουμοριστικό, όσο χρειάζεται για ν' αντέξεις να πεις και ν' ακούσεις. «Ο Θεός είδε ότι το φως ήταν καλό και το χώρισε από το σκοτάδι», παραθέτει ο Λαραΐν τη Γένεση στην αρχή της ταινίας. Μόνο που όπως ο Θεός δεν μπόρεσε, έτσι κι η εκκλησία δεν μπορεί: σκοτάδι είναι τα πάντα και το φως τυφλώνει.
Η νέα Καθολική εκκλησία, του Πάπα Φραγκίσκου και της μοντέρνας σκέψης, έρχεται μέσα στην ταινία με «αγγελιοφόρο». Οταν ένα θύμα της σεξουαλικής βίας ενός από τους κατοίκους του σπιτιού απειλήσει να φέρει την αλήθεια του «τακτοποιημένου» σπιτικού στην επιφάνεια, ένας Ιησουίτης ιερέας - ψυχαναλυτής μπαίνει στην κατοικία και ξεκινά μια έρευνα, σαν ντετέκτιβ, για να ξεσκεπάσει το κακό και, μετά, να το σκεπάσει πιο αποτελεσματικά, πιο περιποιημένα, με σύγχρονα άλλοθι και «θεραπείες». Τα εγκλήματα δεν μπορούν ν' αποκαλυφθούν στον κόσμο, γιατί αυτό θα θέσει σε κίνδυνο την Εκκλησία. Αυτό που χρειάζεται να γίνει, είναι απλώς να βρεθεί μια άλλου είδους, πιο μοντέρνα, μετάνοια.
Ο Λαραΐν σκηνοθετεί την ταινία του, ήδη πρόταση της Χιλής για το Ξενόγλωσσο Οσκαρ, με την πομπώδη υφή των ίδιων των παθών της Εκκλησίας: δραματική μουσική, έντονα ξεσπάσματα, προσποίηση, ειρωνία, πρωινά πλάνα με φως θαμπό, όπου τίποτα δε φαίνεται ξεκάθαρα, νυχτερινά πλάνα όπου όλα και όλοι δείχνουν το πρόσωπό τους, στο σκοτάδι. Γιατί το φως και το σκοτάδι δε χωρίζονται, είναι ένα. Οπως και η παλιά Καθολική Εκκλησία με τη Νέα, δε χωρίζονται, η μια γέννησε την άλλη που την περιποιείται σα μητέρα. Η «καταγγελία» της ταινίας είναι εκκωφαντική, κατά στιγμές υπερβολικά παθιασμένη, σε μια καθολική απόρριψη, ντυμένη με σάτιρα. Κι αν το μέτρο της ξεφεύγει κατά στιγμές, το αποτέλεσμα είναι απόλυτα πετυχημένο: με την προτεινόμενη τιμωρία, κάθε αμαρτία ξεπλένεται. Το ζήτημα είναι ποιος επιβάλλει την τιμωρία. Δυναμικός σκηνοθέτης, τολμηρός στο σενάριο και στην εικόνα του, ο Λαραΐν δε διστάζει να ρίξει όλους του τούς ήρωες στην κόλαση. Χωρίς σωτηρία. Αλλά με ένα αιχμηρό σινεμά, έτοιμο για πυρετώδεις συζητήσεις και βραβεία.