Τελειώνοντας το πρώτο μέρος του «Dune», ο Ντενί Βιλνέβ μας είχε υποσχεθεί, μέσω του χαρακτήρα της Ζεντάγια, της Τσάνι, πως όλα αυτά είναι «μόνο η αρχή».

Μια υπόσχεση που για πολλούς, αλλά κυρίως για τους φανς του λογοτεχνικού έπους του Φρανκ Χέρμπερτ, είχε ιδιαίτερη σημασία, ειδικά μάλιστα όταν η πρώτη ταινία τους έδωσε μια εξαιρετική πρώτη γεύση για το κινηματογραφικό όραμα που είχε ο Βιλνέβ για μια από τις πιο εμβληματικές ιστορίες στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας. Ενα βάρος που ο ίδιος ο Βιλνέβ φαίνεται πως κουβαλούσε με ιδιαίτερη ευλάβεια από την πρώτη κιόλας στιγμή που για τους υπόλοιπους μπορεί να δικαίωνε όλα αυτά τα χρόνια των προσδοκιών τους, αλλά για εκείνον ήταν, πάνω από όλα, ένα έργο ζωής.

Το «Dune: Μέρος Δεύτερο» μοιάζει σαν ένα μικρό θαύμα, με τον Βιλνέβ, μετά από μήνες δυσκολιών λόγω της πανδημίας και αναβολής λόγω των απεργιών στο Χόλιγουντ, να φέρνει επιτέλους τη συνέχεια στη μεγάλη οθόνη, εκπληρώνοντας έτσι την υπόσχεση εκείνη που είχε δώσει σε όλους μας τρία χρόνια νωρίτερα, με μια ταινία που δικαιώνει (σε ένα πολύ μεγάλο μέρος) τόσο το έργο του Χέρμπερτ ως ένα λογοτεχνικό αριστούργημα της επιστημονικής φαντασίας όσο και τον ίδιο ως έναν από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες του είδους αυτού.

Το «Dune: Μέρος Δεύτερο» εξερευνά το συναρπαστικό ταξίδι του Πολ Ατρίδη, τη στιγμή που βρίσκεται ξανά με την Τσάνι και τους Φρέμεν, και ενώ πολεμά για να πάρει εκδίκηση από όσους συνωμότησαν για να καταστρέψουν την οικογένειά του. Διχασμένος - καθώς πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στον έρωτα της ζωής του και το πεπρωμένο του ορατού σύμπαντος - ο Πολ θα αποτολμήσει να αλλάξει ένα φρικτό μέλλον που μόνο ο ίδιος μπορεί να προβλέψει...

Για τους μη μυημένους στο σύμπαν των έργων του Χέμπερτ, η ταινία συνεχίζει ακριβώς από εκεί όπου σταμάτησε το πρώτο μέρος και καλύπτει, μέσα στις 2 ώρες και 45 λεπτά που διαρκεί, το υπόλοιπο μισό πρώτο βιβλίο «Dune». Μοιάζει σαν τους «Δυο Πύργους» του «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών», το μεσαίο εκείνο κεφάλαιο που προσπαθεί όχι μόνο να καλύψει ένα μεγάλο έδαφος για την πλοκή και τους χαρακτήρες του, αλλά και να προετοιμάσει εκείνο το έδαφος για το τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο της σειράς (μεταφέροντας το βιβλίο «Messiah»).

Είναι ένα πραγματικά δίκοπο μαχαίρι, το οποίο πολλές φορές μετατρέπεται σε εκείνο το αναγκαίο κακό του μεσαίου κεφαλαίου μιας κινηματογραφικής τριλογίας, που σε βάζει κατευθείαν μέσα σε ένα σύμπαν που αν δεν γνωρίζεις τίποτα (ή δεν θυμάσαι κάτι και δεν είσαι αρκετά εξοικειωμένος με ονόματα και τοποθεσίες) από την προηγουμένη ταινία, νιώθεις κάπως πνιγμένος από τα όσα συμβαίνουν μπροστά σου.

Αλλά, προς τιμήν του, ο Βιλνέβ καταφέρνει να σου κρατήσει το βλέμμα κολλημένο στην οθόνη καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας. Από τη μία, προσπαθώντας να μεταφέρει το πυκνό (και σε στιγμές μπερδεμένο) σε πλοκή μυθιστόρημα του Χέρμπερτ, κρατά τη δραματουργική ένταση στα ύψη, χωρίς ούτε μια στιγμή να την αφήνει να πλατειάσει ή να ξεφύγει μέσα σε έναν υπέρμετρο λυρισμό ή μια πομπώδης θεατρικότητα. Σε συνδυασμό με την επική ένταση της εκτέλεσής του, φτάνει σε ένα σημείο όπου κυριαρχεί μια απέραντη μεγαλοπρέπεια που λίγες ταινίες έχουν καταφέρει να πετύχουν.

Από την άλλη ακόμα και όταν η ταινία μοιάζει να είναι αργή (και αυτές οι στιγμές, ειδικά μέσα στην πρώτη μιάμιση ώρα είναι αρκετές), αυτό συμβαίνει επειδή ο Βιλνέβ θέλει να πάρει το χρόνο του για να ξεμπλέξει ένα περίπλοκο κουβάρι, συνδέοντας όλους αυτούς του χαρακτήρες και τα νήματα της πλοκής μαζί (με όλη εκείνη την θρησκευτική σημασιολογία του βιβλίου για τους Μεσσίες και την χειραγώγηση λαών και τα μηνύματα για τον πόλεμο και την εκδίκηση), σε κάτι που να μοιάζει πως έχει μια συνοχή και είναι πιο διαχειρίσιμο, βάζοντας ενδιάμεσα και μερικές από τις πιο επικές σκηνές δράσης που είδαμε τον τελευταίο καιρό στη μεγάλη οθόνη.

Αυτές οι, πραγματικά εντυπωσιακές, και σε μεγαλύτερης κλίμακας, σκηνές δράσης είναι που σε κερδίζουν, ακόμα και όταν κάπως χάνεσαι μέσα στην πλοκή της. Υπάρχουν στιγμές επικής δράσης που κόβουν την ανάσα, στιγμές που μένουν αξέχαστες για αρκετό καιρό μετά το τέλος της ταινίας – από τις σκηνές πάνω στα σκουλήκια της ερήμου, από μάχες σώμα με σώμα αλλά και ακόμα μεγαλύτερης κλίμακας συγκρούσεις ανάμεσα σε ολόκληρες στρατιές, καθώς ο πόλεμος ξεσπά μεταξύ της ομάδας των Φρέμεν, οδηγούμενων από τον Πολ, και τους Χαρκόνεν.

Ο Βιλνέβ έχει αποδείξει πολλές φορές στο παρελθόν πως είναι εικονολάτρης της επιστημονικής φαντασίας. Το δεύτερο μέρος του «Dune» όχι μόνο συνεχίζει να διαθέτει την απαράμιλλη εκείνη αισθητική της πρώτη ταινίας, αλλά χτίζει πάνω της, σε όλα της τα επίπεδα (με τη μουσική, τα κοστούμια και τα εκπληκτικά σκηνικά), για να δημιουργήσει μια κινηματογραφική εμπειρία που έχουμε χρόνια να ζήσουμε στο σινεμά. Υπάρχουν στιγμές όπου ο Βιλνέβ, σε συνεργασία με τον διευθυντή φωτογραφίας του, Γκρεγκ Φρέιζερ, συνθέτουν μερικές από τις πιο όμορφες οπτικά ταινίες που θα δούμε φέτος.

Είναι όμως και μια ταινία που επεκτείνει το σύμπαν της και με τους χαρακτήρες της. Ο Τίμοθι Σαλαμέ στον ρόλο του Πολ Ατρείδη συνεχίζει να δείχνει την ικανότητά του να κουβαλά με άνεση στους ώμους το βάρος τεράστιων franchises, η Τσάνι έχει μεγαλύτερο ρόλο αυτή την φορά και η Ζεντάγια με την άμεση και την πραγματικά ατσάλινη ερμηνεία της είναι εκείνη που κράτα την ταινία σε ένα πιο γήινο έδαφος.

Και μπορεί οι νέοι χαρακτήρες, από την Πριγκίπισσα Ιρουλαν της Φλόρενς Πιου, τον Αυτοκράτορα Σάνταμ του 4ου του Κρίστοφερ Γουόλκεν και την αινιγματική Λαίδη Μάρκο, την οποία ερμηνεύει η Λέα Σεϊντού, να είναι συναρπαστικοί, ο καθένας με το δικό του τρόπο, ο Φέιντ Ράουθα του Οστιν Μπάτλερ, όμως, ο ψυχωτικός ανιψιός του Βαρόνου Χαρκόνεν και ο νέος κακός της ταινίας, είναι εκείνος που τραβάει όλα τα βλέμματα από την πρώτη στιγμή που κάνει την εμφάνισή του. Ο Βιλνέβ τον παρουσιάζει ως την ενσάρκωση του απόλυτου Κακού, ενώ μέσα από τις σκηνές μονομαχίας του στην Αρένα, εικαστικά όμορφες μέσα στο ασπρόμαυρο κάδρο τους, προσδίδουν μια ζωώδη αγριότητα, κάτι που ο Μπάτλερ πετυχαίνει να ενσωματώσει στο ακέραιο στον χαρακτήρα του, προετοιμάζοντάς μας κατάλληλα για μια επική τελική μάχη μεταξύ εκείνου και τον Πολ Ατρείδη.

Στην αρχή της ταινίας, ακόμα και πριν πέσουν οι τίτλοι, ακούγεται ο Βαρόνος Χαρκόνεν να λέει πως «εκείνος που ελέγχει το μπαχαρικό, ελέγχει ολόκληρο το σύμπαν». Και στην περίπτωση του Ντενί Βιλνέβ και του «Dune» δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα λιγότερο από την απόλυτη αλήθεια.