Ο ντετέκτιβ Μπρους Ρόμπερτσον θέλει οπωσδήποτε προαγωγή. Είναι προφανώς ο καλύτερος για τη δουλειά, οι συνάδελφοι του απλά δεν είναι αρκετοί. Ένας φόνος γίνεται και το αφεντικό του θέλει να δει αποτελέσματα. Κανένα πρόβλημα. Μόλις λύσει την υπόθεση, θα γυρίσει και η γυναίκα του πίσω. Κανένα θέμα. Είναι όμως όλα τόσο απλά; Είναι ο Μπρους ο άντρας που νομίζει ότι είναι;

Υπάρχουν ταινίες που κάνουν την κατάβαση του ήρωά τους στο πιο καυτό σημείο της προσωπικής τους κόλασης να δείχνει συναρπαστική, και τόσο αποτελεσματική που να σε παρασύρει μαζί της στην ενοχλητική καθοδική τη πορεία. «Η Διαφθορά», δυστυχώς, δεν είναι μία από αυτές.

Είναι ενδιαφέρον πως το φιλμ έχει τον ίδιο ελληνικό τιτλο με το «Bad Liutenant» του Εϊμπελ Φεράρα, μια ακόμη ιστορία για ένα απόλυτα βρώμικο κι αυτοκαταστροφικό μπάτσο στις τελευταίες στροφές του προς τον απόλυτο υπαρξιακό πάτο. Το φιλμ του Φεράρα είναι ίσως το πρώτο που έρχεται στο μυαλό βλέποντας το «Filth» μόνο που δυστυχώς η σύγκριση αποβαίνει μοιραία για την ταινία του Μπερντ.

Ασφαλώς ο τόνος είναι διαφορετικός το βουτηγμένο στην θρησκευτική ενοχή δράμα του Φεράρα επιλέγει μια διαφορετική προσέγγιση από αυτή της μαύρης κωμωδίας του «Filth» αλλά ο στόχος είναι ξεκάθαρο ο ίδιος. Ενα ψυχογράφημα των ορίων της ανθρώπινης ύπαρξης στο χαμηλότερο σημείο της, μια πινακοθήκη δαιμόνων που θεωρητικά το φιλμ θα σε βοηθήσει να αναγνωρίσεις.

Μόνο που δυστυχώς παρά την ηλεκτρισμένη ερμηνεία του Τζέιμς Μάκαβόι και τις ιδέες του βιβλίου του Ιρβιν Γουέλς, αυτό που τελικά καταλήγει στην οθόνη δεν είναι τίποτα άλλο από μια σειρά στιγμιότυπα που θα μπορούσαν να είναι σοκαριστικά ή ενοχλητικά, που να σκιαγραφούν έναν πραγματικά διεφθαρμένο άνθρωπο, μα που δείχνουν απλά βαρετά επαναλαμβανόμενα και γρήγορα αδιάφορα.

Η μανιακή ενέργεια του φιλμ γίνεται μανιέρα, ο τρόπος που δεν κατορθώνει να είναι ποτέ πραγματικά αστείο και σχεδόν ποτέ ρεαλιστικό ή αληθινά ενοχλητικό το αφήνει ξεκρέμαστο καταλήγοντας να μοιάζει με ένα φιλμ που ακόμη κι αν ο ήρωάς του έχει βάλει πλώρη για την κόλαση, εκείνο παραμένει κολλημένο στο κινηματογραφικό καθαρτήριο της απόλυτης αδιαφορίας.