Oταν η ιστορικός Ντέμπορα Λίπσταντ εκδίδει το βιβλίο της «Denying the Holocaust: The Growing Assault on Truth and Memory» στη Μεγάλη Βρετανία, μαθαίνει σοκαρισμένη ότι ο Βρετανός συγγραφέας Ντέιβιντ Ίρβινγκ, ο οποίος έχει καταπιαστεί στα βιβλία του με θέματα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, την μηνύει για δυσφήμιση. Αυτό που είναι πιο αξιοπερίεργο για τη διακεκριμένη ακαδημαϊκό είναι ότι, σύμφωνα με το βρετανικό δίκαιο, θεωρείται ένοχη μέχρι να αποδείξει ότι είναι αθώα. Εκτός, λοιπόν, από το να υπερασπιστεί τον εαυτό της, η Λίπσταντ θα προσπαθήσει να αποδείξει και το αυταπόδεικτο: ότι το Ολοκαύτωμα συνέβη. Παθιασμένη και ανεξάρτητη, η Λίπσταντ αρνείται να συμβιβαστεί και διεκδικεί τη μέρα της στο δικαστήριο. Η νομική ομάδα της, όμως, της προτείνει ένα περίεργο σχέδιο: να μην παρουσιαστούν στο εδώλιο ούτε η ίδια, ούτε κάποιος επιζώντας του Ολοκαυτώματος.

Κάποια στιγμή, στην ταινία, κάποιος λέει την εξής ατάκα: «Δεν ήρθαμε εδώ για να αποτίσουμε φόρο τιμής, αλλά για να εξετάσουμε τα γεγονότα.» Και μάλλον αυτό τον σκοπό θα είχε αρχικά ο Μικ Τζάκσον (ο σκηνοθέτης του «The Bodyguard»). Nα μη φτιάξει ακόμη μια ταινία που θα προκαλέσει συγκίνηση με τα γεγονότα του Ολοκαυτώματος αλλά να σκηνοθετήσει ένα φιλμ που εξετάζει το αν το Ολοκαύτωμα πραγματικά υπήρξε ποτέ στη συσκευασία ενός δυνατού δικαστικού δράματος.

Ενα δικαστικό δράμα, όμως, δεν είναι κάτι τόσο απλό, ιδίως όταν - όπως σίγουρα εδώ - γνωρίζουμε ήδη την έκβαση της δίκης πριν καν δούμε την ταινία. Εκεί, λοιπόν, που η «Αρνηση» έπρεπε να σε καθηλώνει από την αρχή, καθώς πρωταγωνιστής και θεατής προσπαθούν να συνδέσουν τα γεγονότα και τις πληροφορίες για να λύσουν ένα περίπλοκο νομικό παζλ, ο Τζάκσον προσκολλάται τελικά στο συναισθηματικό κομμάτι του Ολοκαυτώματος, που μάταια από ό,τι φαίνεται προσπαθεί να αποφύγει, και για άλλη μια φορά γίνεται αυτό ο απόλυτος πρωταγωνιστής της ταινίας του, παραγκωνίζοντας οτιδήποτε άλλο πιο ενδιαφέρον στο παρασκήνιο.

Φυσικά και το συναισθηματικό κομμάτι του Ολοκαυτώματος δεν θα έπρεπε να λείπει από μια τέτοια ταινία, αλλά σίγουρα δεν θα έπρεπε να «ρίξει» τη βαρύτητά του πάνω στους χαρακτήρες της και το δράμα τους. Η «Αρνηση», μπαίνει γρήγορα στον αυτόματο πιλότο, κόβεται και ράβεται στα μέτρα και τα σταθμά μιας Ακαδημαϊκής Οσκαρικής ταινίας και στο τέλος φαίνεται να μένει στον δρόμο. Η μάχη που μαίνεται μέσα στην δικαστική αίθουσα είναι ενδιαφέρουσα μέχρι τη στιγμή που κλείνουν οι πόρτες του δικαστηρίου και υπάρχουν στιγμές που το νιώθεις ότι ο Τζάκσον αδυνατεί να σκιαγραφήσει τους ήρωές του ή να τους προσφέρει την κάθαρση που αξίζουν - αν εξαιρέσει κάποιος τη (γνωστή, αλλά ανακουφιστική) έκβαση της δίκης.

Ακόμα κι έτσι όμως, υπάρχουν στιγμές μέσα στο φιλμ που σώζονται κυρίως λόγω του σεναρίου του Ντέιβιντ Χέαρ («Οι Ωρες», «Τhe Reader»), όταν οι ήρωες παλεύουν μεταξύ λογικής και συναισθήματος και για το ποιο θα καταφέρει να επικρατήσει στο τέλος ή στη σκηνή της επίσκεψης στο Αουσβιτς, την οποία ο Τζάκσον αντιμετωπίζει με το σεβασμό που της αξίζει.

Το πάθος της Λίπσταντ, και όλη αυτή η φωτιά που αναβλύζει από μέσα της, φαίνεται να τα έχει μετριάσει η Ρέιτσελ Βάις η οποία, αν και πείθει με την Κουίνς προφορά της, χάνει στα σημεία όταν προσπαθεί να δώσει στον χαρακτήρα της το δυναμισμό που χρειάζεται. Την κάνει να μοιάζει περισσότερο ως μια νευρική γυναίκα που φωνάζει στους συνηγόρους της, παρά ως μια μαχήτρια η οποία προσπαθεί να αποδείξει τα αυταπόδεικτα και να κάνει τις φωνές όλων αυτών που έχασαν την ζωή τους στο Αουσβιτς να ακουστούν.

Ακόμα κι ο Τίμοθι Σπολ στον ρόλο του ρατσιστή και αντισημίτη ιστορικού Ντέιβιντ Ιρβινγκ, μοιάζει ως μια καρικατούρα κακού με υπερβολικά μεγάλο εγώ και τίποτα παραπάνω, ενώ ο μόνος που αναδεικνύεται μέσα σε όλα αυτά είναι ο ρόλος του Τομ Γουίλκινσον, ένας δικηγόρος που προσπαθεί να βρει στοιχεία για να αντιμετωπίσει τις κατηγορίες του Ιρβινγκ στο δικαστήριο και ο οποίος με την ερμηνεία του δίνει την κατάλληλη δόση ανθρωπιάς αλλά και ηθικής στην οποία προσπαθεί να στηρίξει την ταινία του ο Τζάκσον.

Ο Τζάκσον προσπάθησε να κάνει με την «Αρνηση» ένα από αυτά τα δικαστικά δράματα που προσπαθούν να σου κρατήσουν το ενδιαφέρον αμείωτο λόγω της δυνατής και ενδιαφέρουσας υπόθεσης τους. Υπάρχουν όμως πολλές ενστάσεις για το πως προσέγγισε το θέμα, και εν τέλει δεν είναι από αυτά τα δικαστικά δράματα που θα σε κερδίσουν με την ετυμηγορία τους, αλλά ούτε από αυτά που θα τα θυμάσαι για καιρό. Και αυτό είναι κρίμα γιατί είναι μια (κινηματογραφική) υπόθεση που θα μπορούσε να κερδίσει την δίκη (του θεατή).