Κανείς δεν ξέρει ποια θα ήταν η μοίρα του Γουίλιαμ Μπλέικ, αν ο κύριος «Κανένας» – Ινδιάνος με λευκή ανατροφή – δεν πίστευε ακράδαντα πως είναι η μετενσάρκωση του σπουδαίου Βρετανού ποιητή με το ίδιο όνομα. Δεν υπάρχει φυσικά κάτι πιο δεινό από το να είσαι... νεκρός, αλλά από την άλλη είναι διαφορετικό να περιπλανιέσαι χωρίς χτύπο στην καρδιά ως ένας σπουδαίος άντρας και άλλο ως ένας απλός λογιστής από το Κλίβελαντ που έφτασε στην πόλη με το όνομα... Μηχανή, έχοντας ξοδέψει μέχρι και το τελευταίο του σεντ απλά για να πεθάνει επειδή έκανε έρωτα με το λάθος κορίτσι στη λάθος στιγμή.

Ο Τζιμ Τζάρμους ψάχνει χρόνια την ποίηση στα πιο αναπάντεχα μέρη. Πιο πρόσφατα το έκανε και με ρομαντική λιτότητα στο «Paterson», αλλά πίσω στο 1995 οι ρίμες του σινεμά του ήταν ακόμη ασπρόμαυρες, πιο τραχιές, στρωμένες πάνω στο μεγάλο βιβλίο των πειραγμένων κινηματογραφικών ειδών, του χιούμορ που τσακίζει κόκαλα και των αναπάντεχων ηρώων που μοιάζουν να έχουν βγει από την πινακοθήκη της ίδιας της αμερικανικής ιστορίας αν κάποιος την γύριζε ανάποδα για να πέσουν οι μάσκες και να αποκαλυφθεί το πραγματικό τους πρόσωπο.

Ο «Νεκρός» είναι ένα (νέο, μέτα, πείτε το όπως θέλετε) γουέστερν αφιερωμένο στους περιπατητές και τους ονειροπόλους, στην πραγματικότητα μια πιο κλασική ταινία από αυτήν στην οποία βρίσκεται σαν ξένος – και αργότερα ως νεκρός – ο Γουίλιαμ Μπλέικ που δεν έχει καμία σχέση με τον ποιητή μέχρι τη στιγμή που σε ένα υπαρξιακό κρεσέντο – αργών ρυθμών κι αυτό για να μην διαταράξει την απόλυτη ηρεμία μιας χώρας που πεθαμένη προσπαθεί να έρθει σε επαφή με τα ίδια τα βασικά συστατικά της – θα μιλήσει με την πιο δυνατή ποίηση απ’ όλες: αυτήν της πραγματικής ζωής.

Θύμα μιας χώρας που δεν αντέχει την αθωότητά του, ο Γουίλιαμ Μπλέικ (που ο Τζόνι Ντεπ ερμηνεύει μοναδικά – τότε ακόμη που ήξερε να δίνει πνοή μεγαλείου στους ήρωες του) θα μεταμορφωθεί σταδιακά και με μια κωμική (και γι’ αυτό πιο επώδυνη) τραγικότητα σε έναν απόκληρο, έναν δολοφονό, ένα φυγά. Ετοιμοθάνατος ή νεκρός (δεν έχει καμία σημασία) διασχίζει την ενδοχώρα και μαζί την Ιστορία της σαν να γράφει το πρώτο και το τελευταίο του ποίημα για όλα αυτά που έζησε (και ήταν περισσότερα) όταν πια είχε πεθάνει.

Από τη φιγούρα του Ρόμπερτ Μίτσαμ που σε τέλεια συμμετρία με την αλαζονική απεικόνισή της σε ένα πορτρέτο στον τοίχο εκφράζει – και ως homage στο μεγάλο σινεμά – την αιώνια Αγρια Δύση, μέχρι την πιο μελαγχολική κιθάρα που έπαιξε ποτέ πάνω σε μια ταινία δια χειρός του Νιλ Γιανγκ, ο Τζιμ Τζάρμους αναπνέει τον τελευταίο αέρα πολιτισμού μαζί με τον ηρώα του και ζωγραφίζει (ο Ρόμπι Μίλερ στη φωτογραφία συγκρίνεται μόνο με τον καλύτερο δικό του εαυτό) μια νεκρή φύση πάνω στην οποία αναπαύονται ευτυχισμένα όλα τα σημάδια μιας ζωής που αντάλλαξε την ποίηση με την ύλη.

Ο «Νεκρός» είναι ο ίδιος ένα ποίημα για την επιστροφή στη φύση και από εκεί στον άνθρωπο, μαζί μια ελεγεία για το τέλος του αμερικανικού ονείρου και την ίδια στιγμή μια ακόμη σελίδα στη φιλμογραφία ενός δημιουργού που εδώ για πρώτη φορά διαβάζει πιο βαθιά κάτω από τις λέξεις για να ανακαλύψει ένα κάποιο νόημα. Οχι τυχαία, θα το βρει και θα το αρθρώσει με τις απόλυτα σωστές λέξεις στην αμέσως επόμενη ταινία του, το αριστουργηματικό «Ghost Dog: The Way of the Samurai» του 1999. Σε εκείνη τη γωνιά του σινεμά και αυτού του κόσμου όπου οι... νεκροί έχουν γίνει πλέον φαντάσματα.