O πήχης ήταν ανεβασμένος για την Κλίο Μπάρναρντ. Μετά τον αλησμόνητο «Εγωιστή Γίγαντα» του 2014, που έχρισε αυτομάτως την Αγγλίδα σκηνοθέτη ως άξια διάδοχο Κέν Λόουτς, αλλά και το απρόβλητο στη χώρα μας πειραματικό docudrama «The Arbor», το «Σκοτεινός Ποταμός», η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία της, αναμενόταν με περισσό ενδιαφέρον ως η επιβεβαίωση της ικανότητάς της να δημιουργεί αφοπλιστικά ειλικρινή κι ανθρώπινα κοινωνικά δράματα για την εργατική τάξη και τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα στη χώρα της.

Κι όπως ακριβώς η προηγούμενη ταινία της ήταν μια ολότελα πρωτότυπη κι ευφάνταστη προσέγγιση του ομότιτλου παραμυθιού του Οσκαρ Γουάιλντ, έτσι και στον «Σκοτεινό Ποταμό» η Μπάρναρντ εμπνεύστηκε εκ νέου από μία λογοτεχνική πηγή, το μυθιστόρημα «Trespass» της Ρόουζ Τριμέιν, μετέφερε όμως τη δράση από τη Γαλλία στις πεδιάδες του Γιόρκσαιρ και απογύμνωσε τη δραματουργία στα απολύτως απαραίτητα. Κεντρική ηρωίδα είναι η Αλις, η οποία βιοπορίζεται εκτελώντας χειρωνακτικές εργασίες σε διάφορες φάρμες της αγγλικής υπαίθρου, μέχρι τη στιγμή που θα αποφασίσει μετά την είδηση για το θάνατο του αποξενωμένου πατέρα της να επιστρέψει στη γενέτειρά της, δεκαπέντε χρόνια μετά την ξαφνική φυγή της. Εκεί θα βρει τη φάρμα στα πρόθυρα της διάλυσης και θα έρθει σε σύγκρουση με τον αδερφό της, ο οποίος όχι μόνο έχει παραδοθεί στον αλκοολισμό λόγω του πένθους και των οικονομικών προβλημάτων, αλλά την αντιμετωπίζει με εχθρότητα και απαξίωση, επειδή αρνήθηκε να γυρίσει για να αποχαιρετήσει τον ετοιμοθάνατο πατέρα τους. Το ενδιαφέρον της Αλις για τη φάρμα θα πυροδοτήσει την κόντρα ανάμεσα στα δύο αδέρφια, είναι όμως τα μυστικά του σκοτεινού παρελθόντος της οικογένειας αυτά που θα δυναμιτίσουν την ατμόσφαιρα και θα οδηγήσουν στη δραματική κορύφωση.

Η σκληρότητα της αγροτικής ζωής στην αγγλική ύπαιθρο αποτυπώνεται από το πρώτο πλάνο του κουρέματος των προβάτων με έναν ρεαλισμό άξιο της παράδοσης που η Μπάρναρντ συνεχίζει, ενώ υπάρχουν (αναμενόμενα) σκηνές που ενδεχομένως θα σοκάρουν τους πιο ευαίσθητους (ζωόφιλους) θεατές, είναι όμως η βία ενός παρελθόντος κακοποίησης, όπως αυτή υποδηλώνεται στο έντρομο βλέμμα της Αλις, η οποία αρνείται ακόμα και δεκαπέντε χρόνια μετά να επισκεφτεί το παιδικό της δωμάτιο, που προκαλεί το μεγαλύτερο συναισθηματικό αντίκτυπο.

Το αχανές, ισόπεδο κι ισοπεδωτικό τοπίο του Γιόρκσαϊρ αναδεικνύεται φέτος στο καινούργιο terrain, κυριολεκτικό και μεταφορικό, του ενδιαφέροντος των εκπροσώπων της νέας γενιάς του βρετανικού ρεαλισμού, αφού στις ίδιες τοποθεσίες γυρίστηκε το «Του Θεού Η Χώρα» του Φράνσις Λι, που προβλήθηκε πριν από λίγους μήνες στη χώρα μας. Η αγριότητα του τοπίου σε συνδυασμό με την απαράμιλλη ομορφιά του αποτυπώνονται κι εδώ μοναδικά από τον Βραζιλιάνο διευθυντή φωτογραφίας Αντριάνο Γκόλντμαν με πλάνα που αποφορτίζουν την ένταση με την εικαστική τους δύναμη, αλλά και τονίζουν της περιρρέουσα ατμόσφαιρα της μοναξιάς και της εγκατάλειψης της αγγλικής επαρχίας, η αγροτική τάξη της οποίας έχει περιπέσει στην οικονομική εξαθλίωση και την εκμετάλλευση από τις μεγάλες εταιρείες.

Η Μπάρναρντ, ωστόσο, δεν ενδιαφέρεται τόσο για το κοινωνικό δράμα και την ευρύτερη πολιτική του διάσταση, την οποία απλώς υπονοεί, όσο για το αμιγώς ανθρώπινο κι ακολουθεί μια υπαινικτική διαδρομή στην αποκάλυψη του οικογενειακού μυστικού που ταλανίζει με ενοχές, φόβο και συσσωρευμένη οργή τα δύο αδέρφια. Η σεξουαλική κακοποίηση της Αλις από τον πατέρα της ποτέ δεν παρουσιάζεται άμεσα, ούτε ξεστομίζεται ρητά, κάνει όμως διαρκή την παρουσία του μέσα από συνεχή κι εμβόλιμα φλας μπακ, τα οποία οδηγούν στην οδυνηρή αλήθεια μόνο λίγο πριν το τέλος. Αναμφίβολα η Αγγλίδα σκηνοθέτης διαθέτει το ταλέντο και τη μαεστρία να χτίζει και να κορυφώνει μεθοδικά την ένταση, είναι όμως ακριβώς στο σημείο της έκρηξης που η ταινία χάνει τη δύναμή της, καθώς όχι μόνο δε διαθέτει την ακατέργαστη ορμή του «Εγωιστή Γίγαντα», αλλά μοιάζει με βολική και εύκολη λύση, μια αίσθηση που ενισχύεται από το κάπως παράταιρο λυρικό φινάλε.

Η δυναμική της πολυκύμαντης σχέσης των δύο αδερφών, ωστόσο, υπηρετείται υποδειγματικά από τους δύο πρωταγωνιστές, την Ρουθ Γουίλσον και τον Σον Στάνλεϊ. Αμφότεροι γνωστοί από τους τηλεοπτικούς τους ρόλους στα «The Affair» και «Game of Thrones» αντίστοιχα, καταφέρνουν εδώ να αποδώσουν το φόβο, την ενοχή και την οργή ων χαρακτήρων που υποδύονται με δύο απολύτως ελεγχόμενες ερμηνείες, οι οποίες ποτέ δεν παραδίδονται στο συναισθηματικό εκβιασμό και την υπερβολή. Καθοριστικής σημασίας είναι και η ολιγόλεπτη, αλλά επιβλητική παρουσία του Σον Μπιν στο ρόλο του πατέρα, ο οποίος μέσα από τις εμβόλιμες σκηνές του τραυματικού παρελθόντος στοιχειώνει με μια αδιόρατη απειλή την ταινία.

Ο «Σκοτεινός Ποταμός» της Κλίο Μπάρναρντ δεν είναι ένας νέος «Εγωιστής Γίγαντας», δεν παύει, όμως, να είναι μια συνεπής και σε πολλά σημεία δυνατή ταινία που ανανεώνει το ενδιαφέρον και τις προσδοκίες μας για ακόμα σπουδαιότερα πράγματα από τη σκηνοθέτη στο μέλλον. Ενα μέλλον στο οποίο θέλουμε να πιστεύουμε πως η φετινή δημιουργία της θα αποτελεί μια ήσσονος, αλλά καίριας σημασίας προσθήκη σε μια εξαιρετική φιλμογραφία.