Μια πενταετία μετά την, επίσης εμπνευσμένη από τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, πρώτη ταινία του, «Ανακυκλώνοντας τη Μήδεια», ο Αστέρης Κούτουλας αποτίνει φόρο τιμής στον μουσικό, αλλά δεν αρκείται σ' αυτό. Συνδυάζει το ντοκιμαντέρ με τη μυθοπλασία μ' ένα τρόπο εξίσου φιλόδοξο με την πρώτη ταινία του, που εξίσου τον εγκλωβίζει σ' έναν όγκο μεγαλύτερο απ' όσο μπορεί να διαχειριστεί.

Στον ένα άξονα της ταινίας, ο Κούτουλας, κάτοχος υλικού 600 ωρών από χρόνια συναναστροφής με τον Μίκη Θεοδωράκη, φτιάχνει ένα αληθινά συναρπαστικό ντοκιμαντέρ, που ασχολείται αποκλειστικά με τη μουσική πλευρά του καλλιτέχνη - και δη τις συμφωνικές συνθέσεις του - και με τον αντίκτυπο του έργου του στο εξωτερικό, σε ακροατές και καλλιτέχνες κάθε μεριάς του πλανήτη και κάθε γενιάς. Εκεί, ο Θεοδωράκης ακούγεται λίγο, σε στιγμιότυπα κυρίως χιουμοριστικά, που δείχνουν ένα πνεύμα όχι απλώς ανήσυχο, αλλά και σπριτόζικο και χαριτωμένο.

Στο υλικό αυτό, ο Κούτουλας παρεμβάλει μια ταινία μυθοπλασίας, βασισμένη στη μουσική του Θεοδωράκη: μια χορευτική αφήγηση, που ερμηνεύουν λίγο ο ίδιος ο Μίκης και, κυρίως, ο Στάθης Παπαδόπουλος με εντυπωσιακό, όπως πάντα, εκτόπισμα και η Σάντρα φον Ρούφιν, κόρη, παρεμπιπτόντως, της Βίκυ Λέανδρος. Τα μέρη αυτά, τα μουσικοχορευτικά και δραματικά - που περιγράφουν την προετοιμασία και την τέλεση ενός γάμου - όχι απλώς δεν υποστηρίζουν νοηματικά το ντοκιμαντέρ, αποτελώντας περισσότερο μια εικονογράφηση της μουσικής, αλλά και θυμίζουν φωτογράφηση περιοδικού των '90s, χωρίς να συμφιλιώνονται αισθητικά με το αυθεντικό υλικό.

Επιπλέον, η ταινία επιλέγει κατά στιγμές να παρεμβάλει ντοκουμέντα από την Ελλάδα της κατοχής, του εμφυλίου, της χούντας και των πρόσφατων ταραχών στην Αθήνα, με μεσότιτλους που αναφέρουν τη χρονική στιγμή. Εννοείται πως οι περίοδοι αυτές συνδέονται άμεσα με το έργο και, κυρίως, τη φυσιογνωμία και τη δράση του Μίκη Θεοδωράκη, ο ίδιος, όμως, ουδέποτε στην ταινία αναφέρεται σε οτιδήποτε πολιτικό. Και βρίσκεται εκεί η αμηχανία: εάν επιλέξει κανείς, από την πολύπλευρη και πολυτάραχη ζωή του Θεοδωράκη, να επικεντρωθεί μόνο στη μουσική του, είναι μια επιλογή σωστή. Εάν, ωστόσο, μπολιάσει την ταινία με αναφορές πολιτικές, γιατί να το κάνει με μεσότιτλους, όταν έχει, επί 600 ώρες, τον Θεοδωράκη στο κάδρο του;

Οι τρεις αυτές πλευρές της ταινίας είναι δομημένες σε παρορμητική, όχι χρονολογική ή συμβατική αφήγηση. Το οποίο θα μπορούσε κανείς να πει ότι έχει ένα εξπρεσιονιστικό αποτέλεσμα, ότι παγιδεύει τα συναισθήματα της μουσικής και αλλεπάλληλα έρχεται και φεύγει από την πηγή, τις συνθέσεις του Θεοδωράκη. Αλλά τελικά απλώς χάνει τη δυναμική ενός ειρμού που θα έδινε στα νοήματα της ταινίας ώθηση και νεύρο.

Ετσι, ο Αστέρης Κούτουλας, ταξιδεύοντας στην οθόνη με τον Μίκη, μοιάζει να αφαιρεί από το αληθινά ενδιαφέρον και να το βαραίνει με προσωπικά ευρήματα που καταλαβαίνεις γιατί βρίσκονται εκεί αλλά η εκτέλεσή τους στερεί από την ταινία την ουσία της.