Ο ελληνικής καταγωγής Αμερικανός ποιητής, συγγραφέας, κριτικός κινηματογράφου και ακτιβιστής της Αριστεράς Νταν Γεωργακάς, αυτοβιογραφείται μπροστά στην κάμερα. Μια εξομολόγηση - ποταμός, όπου αναφέρεται στις ελληνικές ρίζες του, στο πώς είναι να μεγαλώνεις στην αυτοκινητούπολη του Ντιτρόιτ, και στις σπουδές του· στις φυλετικές διακρίσεις, στον πόλεμο του Βιετνάμ και πώς αυτά τον επηρέασαν στην ακτιβιστική του δράση· στις σχέσεις του με την Αριστερά και το Μαρξισμό· στη δράση του ως επικεφαλής των Ελληνοαμερικανών που αγωνίζονταν κατά της χούντας. Αναφέρεται επίσης στα βιβλία του, στο πάθος του για τον κινηματογράφο και στο περιοδικό Cineaste.

Ακόμη κι αν είναι απολαυστικό να ακούς τον Νταν Γεωργάκα να μιλά, να αφηγείται κομμάτια της οικογενειακής του ιστορίας, του μεταπολεμικού Ντιτρόιτ, να αφηγείται τον τρόπο που το σινεμά έπαιξε τον δικό του ρόλο στον τρόπο που χτίστηκε η εικόνα της σύγχρονης ελληνικότητας στην Αμερική, το φιλμ του Κώστα Βάκκα δεν μπορεί να ιδωθεί ως κάτι παραπάνω από ένα τυπικό πορτρέτο τηλεοπτικής λογικής που θα ταίριαζε καλύτερα στην μικρή οθόνη.

Ο Γεωργάκας έχει αναμφίβολα μερικές ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις να κάνει για την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της Αμερικής των ημερών του, μια καθαρή ματιά στην ιστορία του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, ακόμη και κάποια οξυδερκή σχόλια για το σινεμά, έστω κι αν αυτά που αφορούν στον ελληνικό κινηματογράφο δείχνουν πως ο χρόνος και η δυσκολία του να ακολουθήσει μια νέα γενιά δημιουργών τον έχουν ελαφρώς προσπεράσει.

Σε κάθε περίπτωση, ο Γεωργάκας είναι εξαιρετικός αφηγητής και θα μπορούσες να στέκεσαι για ώρα απέναντί του και να τον ακούς να μιλά καθισμένος σε μια καρέκλα. Αυτό ακριβώς κάνει στο μεγαλύτερο μέρος του το φιλμ του Κώστα Βάκκα, με ότι αυτή η επιλογή συνεπάγεται κι ακόμη κι αν το εύρος των θεμάτων για τα οποία εκείνος μιλά, κάνουν αυτή την ταινία και το πορτρέτο του να μοιάζουν τελικά αποσπασματικά.

Κι είναι ενδιαφέρον ότι η καλύτερη στιγμή της ταινίας, έρχεται στο τέλος του φιλμ, όταν ο Γεωργάκας και η γυναίκα του (κυρίως εκείνη) αφηγούνται στην κάμερα τον τρόπο που παντρεύτηκαν στο νοσοκομείο, όταν εκείνος κινδύνευε να πεθάνει. Μπορεί αυτή η μικρή ιστορία να μοιάζει ασήμαντη σε σχέση με αυτήν της Αμερικής και της Ελληνικής κοινότητας εκεί, όμως μερικές ακόμη στιγμές σαν αυτή θα πρόσδιδαν στο φιλμ την καρδιά του, μια συνοχή και μια μεγαλύτερη κατανόηση του ανθρώπου πίσω από τον αφηγητή.