Από τη γέννησή της στο Κάιρο το 1933 ως την πρώτη συναυλία της στο θέατρο Olympia στο Παρίσι το 1956, από το γάμο της με τον Λουσιέν Μορίς μέχρι το απόγειο της ντίσκο σκηνής, από το αποκαλυπτικό της ταξίδι στην Ινδία μέχρι τη διεθνή επιτυχία του «Gigi L’ Amoroso». Παρά τον τραγικό της θάνατο, το αστέρι και το απίστευτο ταλέντο της Δαλιδά, της μεγάλης ντίβας της ευρωπαϊκής μουσικής, συνεχίζει να λάμπει μέχρι και σήμερα. Η ομώνυμη ταινία που εξιστορεί την ταραχώδη ζωή της, είναι ένα συγκινητικό, τραγικό πορτρέτο μιας συναισθηματικά περίπλοκης κι αντισυμβατικής γυναίκας που έζησε σε μια συμβατική εποχή, μιας γυναίκας που γεννήθηκε για να γίνει σταρ.

Η Νταλιντά δεν (θα έπρεπε να) χρειάζεται συστάσεις. Eνας από τους μεγαλύτερους μύθους του γαλλικού τραγουδιού που μεσουράνησε για πάνω από τρεις δεκαετίες με αλλεπάλληλες και διαχρονικές επιτυχίες σε δέκα (!) διαφορετικές γλώσσες, η γεννημένη στην Αίγυπτο το 1933 ιταλικής καταγωγής Γιολάντα Τζιλιότι (το πραγματικό της όνομα) ξεκίνησε την καριέρα της το 1956 στο Παρίσι και κατέκτησε σταδιακά ολόκληρο τον κόσμο, με πάνω από 170 εκατομμύρια πωλήσεις δίσκων παγκοσμίως, μέχρι την τραγική της αυτοκτονία το 1987 σε ηλικία μόλις 54 χρονών.

Η εξαιρετική ομορφιά της, το μεσογειακό της ταμπεραμέντο, ο απαράμιλλός μαγνητισμός της επί σκηνής και οι παθιασμένες ερμηνείες της εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να γοητεύουν, ενώ παραμένει ένα από τα πιο εμβληματικά gay icons τόσο λόγω των τολμηρών (για να το θέσουμε διακριτικά) στυλιστικών της επιλογών, όσο και λόγω την έντονης δραματικότητας που εξέπεμπε στις δημόσιες εμφανίσεις της. Κι αν όλα αυτά δεν έφταναν για να την εκτοξέυσουν στη σφαίρα του μύθου, η θυελλώδης προσωπική της ζωή που σημαδεύτηκε και συνοδεύτηκε από παθιασμένους έρωτες (κατά τις φήμες μέχρι και με τον Φρανσουά Μιτεράν), αυτοκτονίες και χωρισμούς κι από έναν διακαή κι ανολοκλήρωτο πόθο να φέρει στον κόσμο ένα παιδί και να ζήσει μια ευτυχισμένη και «κανονική» ζωή, ολοκλήρωσε το παζλ αυτής της τόσο αντιφατικής και συνάμα γοητευτικής προσωπικότητας, καθιστώντας την αιώνια.

Με τέτοια ζωή και παρακαταθήκη ήταν νομοτελειακό να γυριστεί στον κινηματογράφο η βιογραφία της κι αυτή την δύσκολη αποστολή κλήθηκε να φέρει εις πέρας φέτος η Λίζα Αζουέλος, γνωστή στη χώρα μας κυρίως από την ταινία «Μια Τυχαία Συνάντηση» με τη Σοφί Μαρσό, με βάση το βιβλίο που έγραψε ο Ορλάντο, αδερφός της Νταλιντά και καλλιτεχνικός της μάνατζερ (στην οικογένεια αυτα τα επώνυμα ήταν μάλλον περιττά). Την ευθύνη και το βάρος της ενσάρκωσης της ντίβας ανέλαβε η πρωτοεμφανιζόμενη ιταλίδα ηθοποιός και πρώην φωτομοντέλο Σβέβα Αλβίτι μετά από ακρόαση πάνω από 200 ηθοποιών. Αμφότερες κατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες να δημιουργήσουν ένα αξιομνημόνευτο κι αντάξιο της τραγουδίστριας κινηματογραφικό πορτρέτο, το τελικό αποτέλεσμα όμως αποδείχθηκε κατώτερο των προσδοκιών και την ευθύνη φέρουν και οι δύο.

Με διαρκή φλας μπακ και χωροχρονικά πρωθύστερα από τα παιδικά χρόνια της Νταλιντά στης Αίγυπτο μέχρι τα διαδοχικά σκαμπανεβάσματα της επαγγελματικής και προσωπικής της ζωής, η Αζουέλος πειραματίζεται με μια μη γραμμική αφήγηση των γεγονότων, προσπαθώντας να βρει τις αλληλουχίες και τα συναισθηματικά και ψυχολογικά μοτίβα και πλάισια μέσα στα οποία η τραγουδίστρια προσπάθησε απεγνωσμένα να συμβιβάσει την ιδιωτική και δημόσια εικόνα της, δεν καταφέρνει όμως τελικά να δώσει βάθος και ουσία ούτε στο φαινόμενο Νταλιντά, ούτε στον άνθρωπο πίσω από αυτό, παρά περιορίζεται σε μια επιδερμική παρουσίαση όλων των γεγονότων σταθμών στη ζωή και στην καριέρα της, με μια μονοδιάστατη έμφαση στις ερωτικές της κατακτήσεις και τις επακόλουθες απογοητεύσεις, και τραγωδίες.

Οι εραστές της Νταλιντά παρελαύνουν από τη μεγάλη οθόνη και διαδέχονται ο ένας τον άλλο, μαζί με τις μεγαλύτερες επιτυχίες της κι αυτός ο επαναλαμβανόμενος ρυθμός γκόμενος-τραγωδία-τραγούδι, ενω θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένας πρωτότυπος μετα-αφηγηματικός σχολιασμός, τελικά κουράζει με την επαναλαμβανόμενη συχνότητα του και στρογγυλεύει υπερβολικά τις αιχμές μιας αναμφίβολα γεμάτη αντιφάσεις προσωπικότητας. Η Νταλιντά ήταν κάτι παραπάνω από μια άτυχη στα προσωπικά της γυναίκα κι η χαρισματική της persona ελάχιστες φορές αποκαλύπτεται στην ταινία.

Μεγάλο μερίδιο ευθύνης σ΄αυτή την αδυναμία ταύτισης και συγκινησιακής φόρτισης του θεατή φέρει η επιλογή της Σβέβα Αλβίτι στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Αν και πανέμορφη και με μια θεαματική ομοιότητα με την Νταλιντά, η πρωτοεμφανιζόμενη Ιταλίδα ηθοποιός πέφτει θύμα της απειρίας της κι ενώ καταβάλλει κι αυτή αξιέπαινες προσπάθειες να αποδώσει όλες τις μεταπτώσεις της τραγουδίστριας και να μεταδώσει κάτι από την καταλυτική αύρα της επί σκηνής, στερείται του πάθους και της φλόγας στην ερμηνεία και την κίνηση που θα απογείωναν την ερμηνεια της και την ταινία ως σύνολο. Εδώ έγκειται και η μεγάλη διαφορά της ταινίας από τη βιογραφία της Εντίτ Πιαφ, που, αν κι είχε πάνω κάτω τα ίδια ελατττώματα (τουριστική κι αγιογραφική προσέγγιση του θέματος κι αδικαιολόγητη εμμονή στις κακουχίες), τελικά τα ξεπέρασε λόγω τις σαρωτικής παρουσίας της Μαριόν Κοτιγιάρ, χαρίζοντάς της το Οσκαρ. Στην Νταλιντά το playback και η μίμηση γίνονται αμέσως αισθητά κι αποξενώνουν τον θεατή. Η Αλβίτι υποδύεται αρκετά πειστικά την Νταλιντά, δεν μεταμορφώνεται όμως σ’ αυτή

Ωστόσο, τα τραγούδια παραμένουν πάντα υπέροχα και καταφέρνουν (ευτυχώς) να πουν περισσότερα από την ίδια την ταινία, ενώ η αρτιότητα της καλλιτεχνικής διεύθυνσης κι οι ερμηνειες των υπόλοιπων ηθοποιών συνδράμουν για ένα τελικό αποτέλεσμα αξιοπρεπές και τίμιο παρά τις ευκολίες και τις απλουστεύσεις του. Ισως την καλύτερη ετυμηγορία για την ταινία να τη δίνει μια ατάκα από μια άλλη κινηματογραφική βιογραφία (που όλως τυχαίως προβλήθηκε και αυτή επίσης στο πλαίσιο του 18ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου) την «Καμίλ Κλοντέλ»: το Νταλιντά βρίσκεται στο σωστό δρόμο, αλλά ακολουθει πολλές φορές τη λάθος πορεία.

Αν, όμως, μας έμαθε κάτι η Νταλιντά μέσα από τη ζωή και την τέχνη της είναι ότι και τα λάθη έχουν ενίοτε την αξία τους. Αρκεί να ξέρεις να τινάζεις το μαλλί την κατάλληλη στιγμή.