Υπάρχει μια σκηνή, νωρίς στο «Αγαπημένο μου Ημερολόγιο» όπου ο Νάνι Μορέτι αποφασίζει να επισκεφθεί το σημείο στο οποίο δολοφονήθηκε ο Πιερ Πάολο Παζολίνι. Εκεί, σε μια σκηνή πέντε λεπτών που η μόνη φωνή είναι το αριστουργηματικό πιάνο στο The Köln Concert του Κιθ Τζάρετ και μόνη εικόνα η βέσπα που διασχίζει τα όχι και τόσο φωτογενή προάστια της Ρώμης πριν καταλήξει στην παραλία της Οστια, συνοψίζεται όχι μόνο η ουσία της καλύτερης ταινίας του Ιταλού δημιουργού, αλλά και ολόκληρη η κοσμοθεωρία του γύρω από ένα σινεμά προσωπικό, πολιτικό, σινεφιλικό, γεμάτο από εμμονές και μνήμες που σε μια μαγική στιγμή καθαρού σινεμά μοιάζουν να φεύγουν από τις σελίδες ενός ιδιωτικού ημερολογίου και να ανήκουν σε όλους.

Η Ρώμη των μνημείων και η άλλη η αφανής των φθηνών τουριστικών προαστίων, ένας από τους σκηνοθέτες που σημάδεψε το σύγχρονο ευρωπαϊκό σινεμά όχι μόνο με τις ταινίες του αλλά και με την ίδια του τη ζωή (αιρετικός από τη φύση του, πριν από αριστερός, άθεος ή προβοκάτορας), ο (βίαιος) θάνατος, η απόλυτη ηρεμία ενός απογεύματος που πάνω στη βέσπα νιώθεις το καλοκαίρι να σε επιστρέφει εκεί όπου ένιωσες για πρώτη φορά ευτυχισμένος. Και μια αδιόρατη μελαγχολία για όλα αυτά που τελειώνουν και ξεχνιούνται: μέρη, ταινίες, λέξεις, τραγούδια, άνθρωποι.

Χωρισμένο σε τρία μέρη που παρά τα φαινόμενα δεν λειτουργούν ως ξεχωριστές μικρού μήκους ταινίες, αλλά αποκτούν το νόημά τους επειδή προηγούνται ή ακολουθούν μια από τις άλλες δύο ιστορίες, το «Αγαπημένο μου Ημερολόγιο» ήταν η φυσική κατάληξη όλου του πρώιμου έργου του Νάνι Μορέτι (με εξέχουσες στιγμές το «Bianca» του 1984, το «Η Λειτουργία Τέλειωσε» του 1985 και του «Palombella Rossa» του 1989) και με κάποιον τρόπο το τέλος ενός κύκλου που τον βρήκε να στρέφεται ταινία με την ταινία περισσότερο στην καθαρή μυθοπλασία, φτάνοντας νομοτελειακά και στο Χρυσό Φοίνικα του 2001 με το «Δωμάτιο του Γιου Μου».

Στην πρώτη ιστορία, με τον τίτλο «Στη Βέσπα», ο Νάνι Μορέτι αφιερώνει στη Ρώμη. Βγαίνοντας έξαλλος από το σινεμά, μετά από την προβολή της ταινίας του Τζον ΜακΝότον «Χένρι: Το Πορτρέτο Ενός Δολοφόνου», επαναπροσδιορίζει τη σχέση του με τους κριτικούς κινηματογράφου (σε πραγματικό απολαυστικό ντελίριο) και μαζί με την πόλη που αγάπησε. Η εμβληματική του εικόνα με το κράνος πάνω στη βέσπα είναι κάτι παραπάνω από ένα σήμα-κατατεθέν, αφού δεν χρειάζεται να έχεις βρεθεί στην αιώνια πόλη για να νιώσεις τον καλοκαιρινό της αέρα να σου επιτίθεται γεμάτος μνήμες, αυτοσχέδια χορευτικά πάρτι στους λόφους της (με αναπάντεχο cameo από την Τζένιφερ Μπιλς του «Flashdance») και νευρωτικές αναζητήσεις για το νόημα της ζωής.

Στη δεύτερη ιστορία, με τίτλο «Τα Νησιά», ο Μορέτι ταξιδεύει στις Αιολίδες Νήσους, καλεσμένος ενός φίλου του καθηγητή φιλοσοφίας, αναζητώντας την ηρεμία για να γράψει το σενάριο της επόμενης ταινίας του. Αυτό που θα συναντήσει εκεί θα είναι μια τουριστική παραφροσύνη, αλλά και μια εικόνα της ιταλικής (αγίας) οικογένειας όπου - σε ένα ξεκαρδιστικό παραλήρημα - οι γονείς καταδυναστεύονται από τα παιδιά τους. Υλικό ίσως για ένα σενάριο στα όρια της σωματικής κωμωδίας, αλλά και για μια αντίστιξη ανάμεσα στο μαγευτικό τοπίο βόρεια της Σικελίας και της αντιστρόφως ανάλογης μαγικής ανθρώπινης παρέμβασης.

Στην τρίτη ιστορία, με τίτλο «Γιατροί», μια φαγούρα θα κάνει τον Νάνι Μορέτι να αναζητήσει την αιτία της σε μια σειρά από απίθανες ιατρικές επισκέψεις (με μύωπες γιατρούς που γράφουν συνταγές για κάτι τόσο απλό όσο ένα… λέμφωμα Hodgkin), αλλά και σε μια μετωπική σύγκρουση με το φόβο του θανάτου. Μια ειλικρινής, τολμηρή, αστεία αλλά κυρίως βαθιά ανθρώπινη σελίδα ενός ημερολογίου που κλείνει με ένα από τα πιο σπουδαία φινάλε στη σύγχρονη ιστορία του σινεμά και μια πολύτιμη συμβουλή για το ανεκτίμητο triviality της (ανθρώπινης) ζωής.

Σε μια τεθλασμένη γραμμή που διασχίζει την κωμωδία, τη σάτιρα, τη φάρσα και την τραγωδία, ο Νάνι Μορέτι ενώνει το Στρόμπολι του Ρομπέρτο Ροσελίνι με το αμερικάνικο ανεξάρτητο σινεμά και τη Σιλβάνα Μάγκανο από τα μελοδράματα του ’50 με μια υπαρξιακή αγωνία που ίσως βιαστικά τον κάνει να μοιάζει με τον Ιταλό Γούντι Αλεν, αλλά μια πιο ακριβή περιγραφή θα του απέδιδε τον τίτλο ενός ομιλώντα Ζακ Τατί. Οχι γιατί η γραφή του - παρά την ακατάσχετη πολυλογία που τον χαρακτήριζε ανέκαθεν ως alter ego στις ταινίες του - θυμίζει το βωβό σινεμά, αλλά γιατί η φιγούρα του πάνω στη βέσπα είναι αυτή του παρατηρητή που διασχίζει διαρκώς τις διαδρομές των πόλεων, των νησιών, των ταινιών και των ανθρώπων.

Η διαδρομή του (όπως και κάθε ανθρώπου που κάνει η αγαπάει τόσο πολύ το σινεμά) σταματάει μόνο για λίγο. Για να χαζέψει ένα κτίριο, ένα μνημείο, το απέραντο της Μεσογείου, την οθόνη μιας τηλεόρασης και να ακούσει το «I’m Your Man» του Λέοναρντ Κοέν να μπλέκεται με την εξάτμιση της βέσπας και το εμβληματικό soundtrack του Νικόλα Πιοβάνι. Και να ξεκινήσει ξανά προς τα εκεί, στον άγνωστο για τους πολλούς χώρο όπου μια φαινομενικά ασήμαντη αφορμή γεννάει τις πραγματικά σημαντικές ταινίες.