Κατεξοχήν κινηματογραφικός μύθος - σχεδόν ίσου εκτοπίσματος όσο και στην πραγματικότητα, ο Αλ Καπόνε «επαίξε» στο σινεμά περισσότερο ως έμπνευση για εμβληματικούς ρόλους μαφιόζων (όπως ο Πολ Μιούνι στον «Σημαδεμένο» του 1932 ή ο Εντουαρντ Τζ. Ρόμπινσον στο «Κey Largo», ακόμη και αυτός ο Αλ Πατσίνο στο «Dick Tracy) και, μεταξύ μας, σε κάθε μικρό ή μεγάλο γκάνγκστερ που πέρασε ποτέ από τη μεγάλη και τη μικρή οθόνη, παρά ως βιογραφούμενος ήρωας - με σημαντικότερο ενσαρκωτή του τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο στους «Αδιάφθορους».

Το «Καπόνε» του Τζος Τρανκ (της ατυχούς φήμης του «Fantastic Fοur») επιχειρεί να αποτυπώσει ένα αυτούσιο κομμάτι της ζωής του Αλφόνς Γκάμπριελ Καπόνε, προσπάθεια που επαναλήφθηκε στο παρελθόν σε ταινίες μικρής ωστόσο εμβέλειας (οπως το «Al Capone» του Ρίτσαρντ Γουίλσον με τον Ροντ Στάιγκερ το 1959 ή το «Capone» του Στιβ Κάρβερ με τον Μπεν Γκαζάρα το 1975), ξεκινώντας την ιστορία του με τον 40χρονο πλέον Καπόνε, ο οποίος μετά από 10ετή κάθειρξη για φοροδιαφυγή, βρίσκεται ελεύθεος αλλά υπό επιτήρηση από ομοσπονδιακούς πράκτορες στο σπίτι του στη Φλόριντα, μαζί με την οικογένειά του. Αναγκασμένος να πουλήσει σχεδόν όλα τα υπάρχοντα του προκειμένου να ξεπληρώσει το χρέος του προς το κράτος, αρχίζει να χάνει τα λογικά του, καθώς η προχωρησμένη σύφιλλη δεν δείχνει το παραμικρό έλεος.

Όχι ακριβώς το πιο κινηματογραφικό κομμάτι της ζωής ενός τέτοιου «μύθου» (που μέχρι εκείνο το σημείο έζησε μια ζωή σαν… συναρπαστικό σινεμά, με κυνηγητά, ληστείες, ίντριγκες και νουάρ απολήξεις), οι τελευταίες μέρες του Αλ Καπόνε - άγνωστες στους περισσότερους - δίνουν την ευκαιρία στον Τζος Τρανκ για μια σαιξπηρικών διαστάσεων αναγωγή πάνω στη ματαιοδοξία, την πτώση που ακολουθεί νομοτελειακά κάθε άνοδο, την εξουσία που καταρρέει σαν χάρτινος πύργος όταν έχει οικοδομηθεί πάνω σε πράξεις προδοσίας, απάτες, εγκλήματα και δεκάδες ανθρώπινα πτώματα.

Έχοντας τον Καπόνε ακινητοποιημένο λόγω της υγείας του, αντιμέτωπο με μια διαρκή ήττα (από τα μέλη της οικογένειας του που πλέον τον αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση μέχρι τα προσωπικά του αντικείμενα που γίνονται λεία στον «μισητό» κρατικό μηχανισμό και τη λογική του που συναγωνίζεται με τις μνήμες των «θριάμβων» του, βλέπε και αποτρόπαιων εγκλημάτων του), ο Τρανκ γράφει και σκηνοθετεί στην πραγματικότητα μια μικρή ταινία για μια μεγάλη «προσωπικότητα», ένα δράμα δωματίου που συγκεντρώνεται όλο στον ήρωα του και στο πώς αυτός υποφέρει, φθίνει σωματικά και νοητικά λόγω της αρρώστιας του, βυθίζεται στην λήθη μαζί με τον ίδιο του το μύθο.

Στη διαδρομή παρασύρεται τόσο που δεν αντιλαμβάνεται πως ο θεατής βρίσκεται απέναντι σε μια διαρκή αντίφαση: της ταύτισης με έναν άρρωστο ουσιαστικά άνθρωπο που τυχαίνει ωστόσο να είναι ένας από τους μεγαλύτερους εγκληματίες στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ποιο είναι πραγματικά το νόημα σε μια ταινία με έναν ήρωα - ακόμη κι αν αυτός ή ειδικά όταν αυτός είναι ο Αλ Καπόνε - που υποφέρει (και υποφέρει πολύ), όταν όλα επιπλέουν στο ρηχό βυθό μιας (μόνο) εξπρεσιονιστικής αναπαράστασης που μοιάζει τόσο κενή από κάτω όσο φτηνή μοιάζει και η συγκίνηση στις «ανθρώπινες» στιγμές ενός όχι και τόσο ανθρώπινου δράματος.

Κι όταν λέμε ότι επιπλέουν όλα εννοούμε όλα, με αποκορύφωμα φυσικά την ερμηνεία του Τομ Χάρντι, ο οποίος επωμίζεται το δύσκολο ρόλο του να υποδυθεί έναν άνθρωπο που στο τέλος της ημέρας είναι ένας άνθρωπος που χάνει όλη του την αξιοπρέπεια (βλ. πολλά σωματικά υγρά σχεδόν σε σημείο φετιχισμού), χωρίς να πρέπει να ξεχάσει πως αυτός είναι ο Αλ Καπόνε. Το αποτέλεσμα; Μια από τις πιο μνημειώδεις κακές ερμηνείες που έχουμε δει πρόσφατα στο σινεμά, με την έννοια πως ο Χάρντι εμπνέεται περισσότερο από τον όγκο ενός Μάρλον Μπράντο ή ενός Ορσον Γουέλς για να κατασπαράξει την οθόνη, καταλήγοντας τελικά να μουγκρίζει και να σωματοποιεί την οργή, την απελπισία και την αδυναμία του ήρωα του σε ένα επαναλμβανόμενο μοτίβο που δεν αργεί να προκαλέσει και γέλια.

Οι όποιες σαιξπηρικές διαστάσεις (τόσο του Τρανκ όσο και του Χάρντι) καταρρέουν κάτω από ένα ισχνό σενάριο και μια ταινία-μελόδραμα-ψυχόδραμα για τον Αλ Καπόνε που επιλέγει τον πιο λάθος τρόπο για να τον απογυμνώσει από το μύθο του και να τον δικαιώσει (:) ως άνθρωπο. Αν και εφόσον - πράγμα που δεν είναι καθαρό σε όλη τη διάρκεια της ταινίας - αυτή ήταν τελικά η φιλοδοξία του.