Μια ταινία σαν mixtape εποχών, εικόνων, συναισθημάτων, σαν mash up δυο ιστοριών που συμπορεύονται, ή απομακρύνονται και κυρίως σε κάνουν να αναρωτιέσαι που μπορεί να βρίσκεται το κοινό τους στοιχείο. Το «Cafe de Flore» μοιάζει να βάζει ανάμεσα στους στόχους του και το να σε αποπροσανατολίσει, αποκρύπτοντας στοιχεία, μπερδεύοντας το χρόνο, δίνοντάς σου λάθος εντυπώσεις.

Μοιάζει με παιχνίδι με την αντίληψή σου, στηριγμένο σε μια σκηνοθεσία που ρέει σαν ένα μουσικό κομμάτι που αλλάζει συνεχώς μέτρο και ρυθμό. Μόνο που όπως μια συμφωνία, ή ένα ποπ χιτ, ακριβώς όπως ένα dj set, έτσι και μια ταινία απαιτεί μια ραχοκοκαλιά, μια εξέλιξη, και κυρίως μια κορύφωση. Δυστυχώς στην περίπτωση του φιλμ του Ζαν Μαρκ Βαλέ, η σπονδυλική στήλη της ταινίας μοιάζει φτιαγμένη από χαρτί, και η κορύφωση που θέλει να είναι μεγαλειώδης, αποκαλυπτική, «κοσμική», αλλά που δυστυχώς απαιτεί υπερβολική προσπάθεια για να την πάρεις στα σοβαρά.

Κι είναι εντελώς κρίμα, γιατί παρ όλες τις αδυναμίες, παρ όλες τις άβολες στιγμές και τον συχνά άτσαλο συναισθηματισμό της, η ταινία έχει να επιδείξει μια φόρμα που κερδίζει την προσοχή, μια δομή που θα μπορούσε να είναι ένα free jazz κομμάτι σινεμά, ένας γοητευτικός αυτοσχεδιασμός πάνω στην αφήγηση και την γλώσσα των εικόνων.

Το φιλμ δεν παύει να είναι ενδιαφέρον, αλλά μαζί τόσο ηθελημένα «πειραγμένο» που μπορεί εύκολα να περάσει τα όρια του εκνευριστικού, όμως ακόμη κι αν είσαι πρόθυμος να το ακολουθήσεις στην γεμάτη απρόσμενες αυξομοιώσεις ταχύτητας και αδιέξοδων στροφών, δεν μπορείς παρά να μην νοιώσεις προδομένος από την τελική κατάληξη και την «λύση» του γρίφου που μοιάζει προσχηματική, ανούσια, αδύναμη να απογειώσει και να δικαιολογήσει το φιλμ...