Τίποτα δε φυτρώνει στον ξερότοπο της Αράγια, τη χερσόνησο της Βενεζουέλας που βρέχεται από τη Καραβαϊκή. Η μόνη πηγή ζωής είναι η θάλασσα. Το 1500 μ.Χ. οι Ισπανοί ανακάλυψαν εκεί ανεξάντλητες πηγές αλατιού (σε εποχές που αυτό κόστιζε όσο το χρυσάφι στην Ευρώπη) και κατέκτησαν τα βράχια της. Εχτισαν κι ένα κάστρο για να αποτρέπει τους πειρατές. Μόνο που χρόνια μετά οι κατακτητές εγκατέλειψαν το άγονο μέρος. Το κάστρο γκρεμίστηκε, ο τόπος ρήμαξε ξανά. Οι μόνοι που έμειναν πίσω ήταν οι εργάτες. Ρακένδυτοι, ξυπόλυτοι, χαρακωμένοι από τον ήλιο, την αλμύρα και τις κακουχίες, συνέχισαν να κάνουν αυτό που γνωρίζουν: τη σκληρή δουλειά να συλλέγεις αλάτι, να το στιβάζεις σε τεράστιες πυραμίδες, έτοιμο για να τα πλοία που θα το μεταφέρουν στον πολιτισμό. 450 χρόνια έχουν περάσει και η ρουτίνα των κατοίκων είναι ίδια. Η ζωή τους είναι ίδια. Η Μπενασεράφ καταγράφει την καθημερινότητα τριών οικογενειών «salineros» στην Αράγια. Κι εμείς παρατηρούμε την σκληρή πραγματικότητα μίας εργατιάς που με σκυμμένο κεφάλι επιβιώνει. Ομως δε ζει.

Το 1958, ο Μάρκος Παρέζ-Χιμένεθ, ο τελευταίος δικτάτορας της Βενεζουέλας, διέφυγε στο Μαϊάμι με 13 εκατομμύρια δολάρια κομπόδεμα. Το ντοκιμαντέρ της Μπενασεράφ ήρθε ένα χρόνο μετά. Και παρόλο που το λυρικό, περιγραφικό κείμενο (σε σενάριο του Πιερ Σέγκερς) που αφηγείται την ιστορία των κατοίκων της Αράγια δεν αναφέρεται ποτέ στη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα της χώρας, η βουβά μελαγχολική κι ασυγχώρητα ωμή κάμερα της δημιουργού κάνει το καλύτερο, υπόκωφο μαρξιστικό σχόλιο. «Δουλεύουν ασταμάτητες ώρες, τρώνε, κοιμούνται. Γιατί; Τι άλλο υπάρχει;»

Η Μπενασεράφ συνθέτει ένα ποιητικό πορτραίτο της πραγματικότητας, αποδίδοντας το ρεαλισμό μέσα από την καλλιτεχνική της αισθητική - το αντίθετο του ιταλικού νεορεαλισμού θα έλεγε κανείς, που πλάσαρε τη φιξιόν με ντοκιμαντερίστικη φόρμα. Η σκηνοθέτης χρησιμοποιεί με στιλ το ασπρόμαυρο φιλμ για να καταγράψει ακόμα πιο σκληρά τον καυτό τροπικό ήλιο, τα μαραζωμένα, σιωπηλά πρόσωπα, τα ξυπόλητα πέλματα πάνω στην τραχιά γη. Τα πλάνα της γεμίζουν από τον αέρα που χτυπά κι αυτός βάρβαρα κι άσκοπα το άγριο τοπίο, τα κάδρα της μοιάζουν να εγκλωβίζουν στο αδιέξοδο τον ορίζοντα. Ταυτόχρονα όμως, ο τρόπος που πλησιάζει και παρατηρεί έχει μία αυστηρή τρυφερότητα: η Μπενασεράφ αποδεικνύει πόσο αγαπά το θέμα της, ανακαλύπτοντας ομορφιά και λυρισμό εκεί που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Πάνω από όλα, η κινηματογράφισή της μοιάζει με πνευματικό mantra που επαναλαμβάνεται κυκλικά, στοχεύει και στηρίζεται στην μονοτονία. Είναι η αέναη καταγραφή μίας ρουτίνας, γιατί αυτή είναι και η ζωή των σαλινέρος: μία αέναη, ανελέητη ρουτίνα.

Το ντοκιμαντέρ τελειώνει με την έλευση της βιομηχανικής επανάστασης στον ξεχασμένο, αρχαίο τόπο. Η βία των σκηνών όπου εκρήξεις, εκσκαφείς, γερανοί αυτοματοποιούν την παραγωγή, όπου μηχανές-ρομπότ αναλαμβάνουν τη δουλειά των «ανθρώπων-ρομπότ», σε πετάει εκτός κάδρου. Μοιάζει με κακόφωνο σοκ στις αισθήσεις και την αρχή ενός ενοχλητικού εσωτερικού διαλόγου: σχεδόν χαίρεσαι για το τέλος του αβάσταχτου μόχθου. Μέχρι που συνειδητοποιείς ότι αυτός ο μόχθος ήταν ο μόνος λόγος ύπαρξης των σαλινέρος. Μετά, τι θα απογίνουν; Θα εξαφανιστούν ή θα απορροφηθούν από ένα νέο σύστημα που σε εκπαιδεύει να παράγεις περισσότερο, συνεχίζοντας με σκυμμένο κεφάλι μία απλώς διαφορετική ρουτίνα;

Κουβαλώντας τη βαριά σκιά των ερωτημάτων του στο Φεστιβάλ Καννών του 1959, ξεπερνώντας την ιδιότητά του ως εθνογραφικό ντοκουμέντο και διεκδικώντας την υστεροφημία του ως αριστούργημα, το «Αraya» αποθεώθηκε και μοιράστηκε το βραβείο των κριτικών μαζί με το «Χιροσίμα, Αγάπη μου» του Αλέν Ρενέ. Εξαφανίστηκε για χρόνια (στη Βενεζουέλα δεν έκανε πρεμιέρα παρά το 1977) και το 1990 επιλέχθηκε ως ένα από τα πέντε καλύτερα φιλμ στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής. Το 2009 αποκαταστάθηκε ψηφιακά και προβλήθηκε στο φεστιβάλ Βερολίνου. Η Μπενασεράφ δεν έκανε καμία άλλη μεγάλου μήκους ταινία, όμως στη χώρα της δοξάζεται ως εθνικός θησαυρός.