Ο «Δαιμονισμένος Αγγελος» δεν είναι στ' αλήθεια ένα νεο-νουάρ, αν εξαιρέσει κανείς το γεγονός πως δεν έγινε το '50, αλλά το 1987. Δεν υπονομεύει το είδος, δεν το πειράζει, δεν το μεταφέρει: το τιμά. Είναι ένα αυθεντικό φιλμ νουάρ, σκοτεινό, χαμένο, εξπρεσιονιστικό που, τριάντα χρόνια μετά τη δημιουργία του, βλέπεται καλύτερα κι από τότε.
Ηταν η εποχή που ο Άλαν Πάρκερ είχε χορτάσει την κριτική επιτυχία του «Birdy», ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο είχε μόλις χάσει τα κιλά του Αλ Καπόνε για τους «Αδιάφθορους» και ο Μίκι Ρουρκ είχε βγάλει το κοστούμι του για τις «9 1/2» βδομάδες - η χρυσή εποχή των '80ς, παρότι δεν φαινόταν ακριβώς έτσι. Κι οι τρεις τους, αποφάσισαν να κάνουν ένα νουάρ κλασικό, διασκευάζοντας το ομότιτλο μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Γιόρτσμπεργκ, αξιοποιώντας τη μυσταγωγία και τη μαύρη μαγεία της Νέας Ορλεάνης και καταλήγοντας μ' ένα από τα τρομακτικότερα θρίλερ και μαζί από τα πιο όμορφα.
Ο private dick της ιστορίας είναι ο Χάρι Εϊντζελ (κανείς δεν είπε ότι οι συμβολισμοί της ταινίας είναι διακριτικοί), ατημέλητος loser με κατεστραμμένο στιλ και αρρενωπό κυνισμό στο βλέμμα. Τον Χάρι προσλαμβάνει ένας μυστηριώδης άντρας, ο Λου Σάιφερ, για ν' ανακαλύψει εάν ζει ή είναι νεκρός ένας παλιός τραγουδιστής, ο Τζόνι Φέιβοριτ, που του χρωστάει. Το γεγονός ότι ο κύριος Σάιφερ φορά χρυσά δαχτυλίδια με πεντάλφες δεν υποψιάζει τον Χάρι κι έτσι ο ντετέκτιβ ξεκινά μια περιπλάνηση ως τη Νέα Ορλεάνη, όπου ανακαλύπτει πράγματα που δεν είναι έτοιμος να δει και, με κάθε του βήμα πιο κοντά στην αλήθεια, βρίσκεται και πιο εγκλωβισμένος στο έγκλημα που διερευνά.
Με αριστοτεχνική δημιουργικότητα, ο Άλαν Πάρκερ αποδεικνύεται μέγιστος στιλίστας, αναπαράγοντας την αισθητική του νουάρ, όπως την είδαν οι Γερμανοί σκηνοθέτες της Αμερικής. Ένα έγχρωμο φιλμ τόσο βαθύ και με τέτοια κοντράστ που το νιώθεις σαν ασπρόμαυρο - ή ολόμαυρο. Στριφογυριστές σκάλες, σκιές από σιδεριές κι από κάγκελα που εγκλωβίζουν τους ήρωες. Μακριά διαλογικά πλάνα που σε αναγκάζουν να προσπαθήσεις, με αγωνία, για να εντοπίσεις τις λεπτομέρειες. Και μια θερμοκρασία καυτή, ιδρωμένη, που χρειάζεται επαναλαμβανόμενους ανεμιστήρες για να δροσιστεί.
Μέσα σ' αυτό το ερμητικά κλειστό κινηματογραφικό κουτί, δεξιοτεχνικό και εστέτ, ο Πάρκερ κρατά τον κυνισμό του, ένα παράλογο χιούμορ, έναν απλόχερο αισθησιασμό, μια αίσθηση κινδύνου σε κάθε σκοτεινή γωνιά και κάθε πόρτα που ανοίγει. Στον αυξανόμενο ρυθμό του, το νουάρ μεταμορφώνεται σε θρίλερ και κλιμακώνεται σε τρόμο. Κι ο τρόμος, συνδυασμένος με γυμνή σάρκα, αποκρυφισμό και χιούμορ, είναι κινηματογραφικά ακαταμάχητος.
Ντυμένη με τη μουσική του Τρέβορ Τζόουνς που προκαλεί ακόμα ανατριχίλες, μπαρόκ χάρη στα φθαρμένα από θάνατο σκηνικά του Μπράιαν Μόρις, φωτισμένη με σκοτεινό πάθος από τον Μάικλ Σέρεζιν, η ταινία κρέμεται από τους ηθοποιούς της. Ο Μίκι Ρουρκ βρίσκει το αντίδοτο στην αμηχανία του, η Λίζα Μπονέ γράφει ιστορία σφάζοντας ένα κοτόπουλο και, κυρίως, ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο χτίζει, με μικρά ευρήματα και μεγάλο κέφι, έναν αξέχαστο σατανά με δαιμονισμένο χιούμορ.
Τριάντα χρόνια μετά, το «Angel Heart» κερδίζει κι ένα ακόμα στοίχημα. Αυτό ενός κινηματογραφικού ρομαντισμού, βγαλμένου μέσα από στιβαρές καλλιτεχνικές προθέσεις. Η ταινία έχει τα εφέ που θα έφτιαχνε, σήμερα, ένα παιδί Γυμνασίου. Και μια κεντρική ιστορία γραμμένη πάνω σε κλασικά πρότυπα, χωρίς ανατροπές. Αν καταφέρνει να είναι, ακόμα, όχι μόνο χάρμα οφθαλμών, αλλά και τρομακτική σε βαθμό παράλυσης, οφείλεται μόνο στην ομορφιά του σινεμά, ιδωμένου μέσα από τα μάτια ενός μερακλή σκηνοθέτη.