H αληθινή, όσο και απίστευτη, περιπετειώδης ζωή του Μπάρι Σιλ, ενός πιλότου που, στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές του ‘80, δούλευε ταυτόχρονα για τη CIA (ως πληροφοριοδότης) και τον Πάμπλο Εσκομπάρ (μεταφέροντας, λαθραία, ναρκωτικά), κερδίζοντας, ο ίδιος, απίστευτα χρήματα.
Τα τελευταία χρόνια δεν ήταν και τα καλύτερα για τον Τομ Κρουζ. Πέρα από τo συνεχές «κουτσομπολιό» με τη Σαϊεντολογία, οι κακές ταινίες τον ακολουθούσαν η μια πίσω από την άλλη, με αποκορύφωμα την πρόσφατη «Μούμια». Η επανένωση του με τον σκηνοθέτη Νταγκ Λάιμαν στο «American Made» (μαζί είχαν κάνει το παραπάνω από διασκεδαστικό «Στα Ορια του Αύριο»), φαίνεται να ήταν και η αναζωογονητική ένεση που χρειάζονταν και ο ίδιος για να «επιστρέψει» σε ένα ρόλο γεμάτο μπρίο και ενέργεια, αλλά και πάνω από όλα σε μια πραγματικά απολαυστική ταινία.
Αφήνοντας όσο πιο μακριά γίνεται τις μινιμαλιστικές προσεγγίσεις της τελευταίας του απόπειρας, «Ο Τοίχος», ο Λάιμαν βουτά με το κεφάλι σε μια ιστορία που όσο εξωπραγματική κι αν ακούγεται, είναι πέρα για πέρα αληθινή. Και είναι αυτή η αφοσίωση που δείχνει από το πρώτο κιόλας λεπτό που κάνει την ταινία να απογειωθεί, πατώντας το γκάζι μέχρι το τέλος, σε μια διαδρομή... αρκετά γνώριμη και προβλέψιμη.
Ο Λάιμαν ξέρει πως κάτι τέτοιο δεν είναι πάντα κακό. Αντιθέτως του δίνει την δυνατότητα να μπορεί να οριοθετήσει σωστά το πώς θα κινηθεί η ταινία του με τέρμα 80s αισθητική, από τα φίλτρα και το αρχειακό υλικό που χρησιμοποιεί μέχρι και τον τρόπο με τον οποίο δείχνει τα σχέδια του Σιλ στον χάρτη, αλλά και με μια κάπως επιπόλαια υπερκινητικότητα προκειμένου να προσδώσει τον ρεαλισμό που χρειάζεται η συνεχώς αδύνατον να την πιστέψεις ιστορία του.
Ευτυχώς ο έλεγχος δεν χάνεται ποτέ και την στιγμή που νιώθεις πως έχεις ήδη αρχίσει να κουράζεσαι, η ταινία τελειώνει, έχοντας προσφέρει ωραίες σκηνές δράσης (πραγματικά το να γνωρίζεις πως για άλλη μια φορά ο Τομ Κρουζ πιλοτάρει όλα αυτά τα αεροπλάνα χωρίς την βοήθεια κάποιου είναι εντυπωσιακό από μόνο του) και κάποιες, έστω φειδωλές, στιγμές αβίαστου χιούμορ, που της χαρίζουν μια σχεδόν vintage γοητεία.
Είναι αρκετά ευχάριστο το να βλέπεις τον Τομ Κρουζ να ξεφεύγει, έστω και για λίγο, από ρόλους που τον έχουμε συνηθίσει τελευταία. Εδώ δεν φοβάται να τσαλακώσει, έστω και με το γάντι, την φωτογένειά και την γοητεία του για να παίξει έναν πιο γήινο και καθημερινό χαρακτήρα. Μπορεί να μην μοιάζει ούτε στο ελάχιστο με τον ήρωα που παίζει (ο πραγματικός Μπάρι Σιλ ήταν αρκετά πιο παχύς) αλλά αυτό που αποσκοπεί ο Κρουζ με την ερμηνεία και τις αφηγήσεις του, αλλά και το ίδιο το σενάριο του Γκάρι Σπινέλι, είναι να μπει όσο το δυνατόν περισσότερο μέσα στο μυαλό του Σιλ, κρατώντας ταυτόχρονα το πνεύμα του ζωντανό και να σε κάνει μέχρι το φινάλε να νιώσεις έστω κάποια συμπάθια για εκείνον, σαν να ήταν κάποιος από τους αντιήρωες των ταινιών του Σκορσέζε. Και το καταφέρνει.
Το υπερβολικό focus στον κεντρικό ήρωα (η ταινία χτίστηκε γύρω από τον Τομ Κρουζ κι αυτό φαίνεται), έχει ως αποτέλεσμα όλοι οι δευτερεύοντες χαρακτήρες να μην αναπτύσσονται αρκετά αφήνοντας την ιστορια να μην σκαλίζει κάτι περισσότερο από την επιφάνεια των γεγονότων.
Η ταινία, όμως, προσφέρει όλα όσα υπόσχεται: μια χορταστική δόση διασκέδασης δύο ωρών κι έναν Τομ Κρουζ που θα σε κάνει να πιστέψεις και πάλι σε αυτόν. Κι εδώ που τα λέμε, όλα αυτά δεν είναι και λίγα.