Ενα love story, τόσο... meta. Εκείνο που κρατάς βλέποντας το «Αφτερλωβ» του Στέργιου Πάσχου είναι πως, ναι, ένας νέος Ελληνας σκηνοθέτης, πρωτοεμφανιζόμενος στο διεθνές ντεμπούτο του που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, μπορεί να κάνει μια τρομερά διασκεδαστική και μαζί τρυφερή, πειραγμένη ρομαντική κομεντί.

Οι ήρωές του είναι ο Νικολάκης και η Σοφία, εκείνοι που γνωρίσαμε στη μικρού μήκους ταινία του «Ο Ελβις Είναι Νεκρός». Τότε αγαπιούνταν, τώρα έχουν χωρίσει, αν κι αγαπιούνται ακόμα. Ο Νίκος καλεί τη Σοφία να περάσουν λίγες καλοκαιρινές μέρες στο πλούσιο σπίτι με πισίνα που του έχει διαθέσει ένας φίλος. Μόνο που ο Νίκος κλειδώνει τη Σοφία μέσα κι απαιτεί να καταλάβει γιατί, τελικά, χώρισαν.

Βγαλμένο μέσα από κουβέντες και δοκιμές του Στέργιου Πάσχου με τους πρωταγωνιστές του, Χάρη Φραγκούλη και Ηρώ Μπέζου, το σενάριο έχει, απλώς, πάρα πολλή πλάκα. Με εκπληκτικές ατάκες, του τύπου «θέλω να κάνουμε παιδιά ως επανάσταση, όχι ως καβάντζα» και μ’ ένα ρυθμό πολυβόλου, το περίπου ζευγάρι σκέφτεται, μιλά ακατάπαυστα, συγκρούεται κι ερωτεύεται απ’ την αρχή, με ενθουσιαστικό χιούμορ και τις αλήθειες που έχουν συζητήσει μεταξύ τους ζευγάρια απ’ όταν εφευρέθηκε ο όρος.

Ταυτόχρονα, ο Πάσχος, κάνοντας προφανή την αγάπη του για το σινεμά, βρίσκει τρόπους σε κάθε γύρισμα της ταινίας να αναιρεί την υπόστασή της. Οι ηθοποιοί μιλούν στην κάμερα, ή μιλούν εσωτερικά, κάνοντας άλλα πράγματα όσο ακούμε τη σκέψη τους, ή μιλούν ο ένας στον άλλο στο μυαλό τους μιμούμενοι το «Annie Hall» του Γούντι Αλεν, ή βλέπουν κοινά όνειρα-ζευγαρικούς εφιάλτες ενώ το πρωί τους βρίσκει σε χωριστά κρεβάτια, ή κοιτάζουν την κλακέτα να χτυπά μπροστά στο πρόσωπό τους, θυμίζοντάς μας, ξανά και ξανά, ότι αυτό που βλέπουμε, το τόσο οικείο κι αληθινό, δεν είναι παρά μια ταινία, απ’ τη ζωή βγαλμένη.

Καθώς η μια αυτοαναίρεση διαδέχεται την άλλη και καθώς οι συνεχόμενοι διάλογοι ακολουθούν το συναισθηματικό rollercoaster τους, είναι φυσικό η σπιρτάδα κι η ένταση της αρχής, να δυσκολεύεται να κρατηθεί στο ίδιο τέμπο ως το τέλος – όπως, άλλωστε, συμβαίνει και με τις σχέσεις. Η μαγεία ελαφρώς ξεθωριάζει, το χιούμορ αρχίζει και θεωρείται δεδομένο, η ανυπομονησία καταλαγιάζει, μικρά τιμήματα ενός φιλμ που στηρίζεται σε ένα κι όχι περισσότερα ευρήματα.

Και ξαφνικά, πάνω στα πρώτα δείγματα κούρασης, ακριβώς όπως και στη ζωή, συμβαίνει κάτι που σε κάνει να σαστίσεις, μια κάμερα στέκεται ακίνητη, για μπόλικα λεπτά και κοιτάζει κατάματα μια ερωτική σκηνή τόσο κινηματογραφική, τόσο άμεση, τόσο τρυφερή, αστεία, σπαρακτική κι αποκαλυπτική, που πια δεν υπάρχει παρά μόνο αυτή.

Η επιλογή των πρωταγωνιστών δε θα μπορούσε να είναι καλύτερη, η Ηρώ Μπέζου φέρνει την κοριτσίστικη χάρη της, έστω κι αν σε στιγμές η θεατρικότητά της παρεισφρέει σ’ ένα ρόλο μεγάλης φυσικότητας, ενώ ο Χάρης Φραγκούλης στέφεται βασιλιάς της απολαυστικής σαχλαμάρας, αλλά και μ’ ένα πρόσωπο πέρα για πέρα κινηματογραφικό.

Πάνω απ’ όλα, θέλει πείσμα και θάρρος, ακόμα και μια μικρή αυθάδεια, για ν’ αποφασίσει ένας σκηνοθέτης, στην πρώτη του ταινία, να εμπιστευτεί τόσο καθολικά τον εαυτό του και δυο ηθοποιούς, έναν μόνο χώρο, ένα αυστηρό πλαίσιο απ’ το οποίο τίποτα δεν μπορεί να ξεφύγει, για να τεστάρει την ικανότητά του. Μ’ ένα υπέροχο φινάλε που δίνει το πιο σωστό κλείσιμο στην ιστορία, ο Στέργιος Πάσχος επιβεβαιώνει ότι θα υπάρχει ένα ακόμα «αφτερ» για κάθε τώρα. Και μαζί ότι στο ελληνικό σινεμά, έστω με μια δόση φλυαρίας ή αναφορών στην «εγκεφαλική» γαλλική παράδοση, μπορούμε να βρούμε τις ταινίες που θέλουμε να βλέπουμε και που θα μας κάνουν να τις συζητάμε άφτερ.