Ρομαντική κομεντί με το ζόρι θέλει να κάνει την ταινία του ο Μάικλ Μάρεν (του «A Short History of Decay», εδώ στη δεύτερη σκηνοθετική δουλειά του), μάλλον, εκτός αν θέλει να την κάνει ντετεκτιβικό μυστήριο με νότες από ρομάντζο, ή υπαρξιακή αναζήτηση του δημιουργού/καλλιτέχνη για τη φήμη, με νότες από κωμωδία. Ποτέ δεν θα μάθουμε, μάλλον, τι θέλει να την κάνει, γιατί η ταινία του είναι ένα συνονθύλευμα από λάθος επιλογές και μπερδεμένες προθέσεις.

Ενα πανεπιστήμιο στο αμερικανικό midwest κάνει κάθε χρόνο ένα φεστιβάλ λογοτεχνίας που, κάθε χρόνο, παρακμάζει και λίγο περισσότερο. Μέχρι φέτος, που η Καθηγήτρια Λογοτεχνίας (η Κέιτ Χάντσον στο ρόλο που γνωρίζει απ' έξω κι ανακατωτά) και πάλαι ποτέ φέρελπις συγγραφέας, προσκαλεί έναν ογκόλιθο των γραμμάτων, τον ερημίτη-διάσημο-συγγραφέα-του-ενός-βιβλίου, αλά Σάλιντζερ, τον Σράιβερ που όλοι αναζητούν αλλά έχει αποτραβηχτεί από τα εγκόσμια, αφήνοντας πίσω μόνο μια σκοτεινή, δυσδιάκριτη φωτογραφία του στο αυτί των βιβλίων του.

Ο Σράιβερ, λοιπόν, θα δεχτεί να παραστεί στο φεστιβάλ, να μιλήσει στους φοιτητές, να γράψει κι ένα πρωτότυπο διήγημα: τουλάχιστον ο... μεροκαματιάρης μάστορας Σράιβερ που, λόγω συνωνυμίας, είναι εκείνος που λαμβάνει την πρόσκληση και, επιφυλακτικά, δέχεται να πάει ως το Αχερον (Acheron - Αχέροντας, βαρυσήμαντα εκεί όπου πηγαίνουν οι ψυχές για να μεταφερθούν στον Αδη, παρότι ελάχιστοι από το αμερικανικό κοινό θα αντιληφθούν το κλείσιμο ματιού), και να δοκιμάσει να πείσει ως ο ακριβοθώρητος συνωνόματός του. Εκεί ο Σράιβερ θα μπλέξει α/σ' ένα κριντζ ρομάντζο με την καθηγήτρια, β/ατέρμονες διαλόγους με τον loser καθηγητή-ποιητή Ντον Τζόνσον που κυκλοφορεί με άλογο γιατί μπορεί, με σεβαστές ποσότητες αλκοόλ (γιατί ο Σράιβερ είναι και αλκοολικός και βλέπει και οράματα του εαυτού του που τον νουθετεί) και γ/σ' ένα αστυνομικό μυστήριο που θα λυθεί εύκολα κι άνευρα, όπως κι η «μεγάλη» ανατροπή του φινάλε.

Με τον Μάικλ Σάνον διαρκώς συνοφρυωμένο και μουντρούχο (όσο σέξι άντρας κι εκπληκτικός ηθοποιός, δεν μπορεί ν' αγκαλιάσει το ρόλο του ρομαντικού ζεν πρεμιέ ούτε με method acting), με τους δεύτερους χαρακτήρες βιαστικά γραμμένους και παιγμένους με καρικατουρίστικη ευκολία, μ' ένα σενάριο που παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά, χωρίς να μπορεί ν' ανταπεξέλθει ούτε σ' αυτή τη σοβαρότητα, αλλά ούτε και στην ελαφρότητα μιας κομεντί, όσο κι αν «υπογραμμίζει» το πνεύμα η αδιάκοπη περιπαικτική μουσική υπόκρουση, αυτή η απομίμηση κακών ταινιών του Γούντι Αλεν (βλέπε «Irrational Man» και «Scoop») ξετυλίγεται αμήχανα κι ούτε κατά λάθος ελκυστικά.