Συνέντευξη

Ο Γιάννης Μπλέτας μιλάει για ένα κινηματογραφικό «Τάμα»

στα 10

Η μικρού μήκους ταινία του Γιάννη Μπλέτα αγγίζει το πρόβλημα της ενδοοικογενειακής βίας. Ο δημιουργός του μιλάει στο Flix για όλα όσα μπορεί να αλλάξει το σινεμά.

Ο Γιάννης Μπλέτας μιλάει για ένα κινηματογραφικό «Τάμα»

Eνα οικογενειακό τραπέζι, ένα κομμάτι φανουρόπιτα, ένα πτώμα.

Αυτά είναι τα τρία στοιχεία που «πρωταγωνιστούν» στο «Τάμα», την έκτη μικρού μήκους ταινία του σκηνοθέτη, ηθοποιού και θεατρικού συγγραφέα Γιάννη Μπλέτα που ξεκινάει με αφορμή το έθιμο της «φανουρόπιτας» και αυτό του «τάματος» για να φτάσει μέχρι την ανομολόγητη σιωπή πίσω από την ενδοικογενειακή βία.

Με αφορμή την προβολή της ταινίας την Δευτέρα 15 Απριλίου 2019, στο πλαίσιο του 8ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ψηφιακού Κινηματογράφου Αθήνας, στον κινηματογράφο Studio New Star Art Cinema, ο Γιάννης Μπλέτας μιλάει στο Flix για όλα όσα μπορεί να αλλάξει το σινεμά.

Τάμα

Ποια ήταν η αφορμή για την κεντρική ιδέα της ταινίας;

Μια μικρή μεν, αλλά σίγουρα σημαντική, αφορμή ήταν το ίδιο το κοινωνικό πρόβλημα που πραγματεύεται η ταινία: η βία κατά των γυναικών και μάλιστα σε ενδοοικογενειακό περιβάλλον. Δυστυχώς πρόκειται για ένα σύνηθες φαινόμενο που συμβαίνει είτε σε κλειστές κοινωνίες είτε όχι. Θεωρώ ότι αυτή είναι η «γοητεία» του κινηματογράφου, το να μπορείς να εμπνευστείς από ένα ανύποπτο γεγονός, όπως ήταν ένα δικό μου προσωπικό τάμα με μια φανουρόπιτα, να το εντάξεις στο πλαίσιο ενός σύγχρονου σοβαρού ζητήματος που σε προβληματίζει και στη συνέχεια να το επεξεργαστείς μέσα από το δικό σου πρίσμα, αποτυπώνοντάς το σε μια ταινία, χωρίς όμως να σερβίρεις “στο πιάτο” τις προθέσεις σου.

Γιατί τοποθετήσατε την ιστορία στην ελληνική επαρχία; Πιστεύετε ότι στα αστικά κέντρα δεν υπάρχει το πρόβλημα της ενδοιοικογενειακής βίας με τον ίδιο τρόπο;

Αναμφίβολα τη βία τη συναντάμε παντού και σε ποικίλες μορφές. Στην επαρχία όμως τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά σε σχέση με μια μεγαλούπολη: είναι πιο ωμά, πιο «σκληρά». H βασική διαφορά επίσης είναι ο περίγυρος που ορίζει την κοινωνική συμπεριφορά και τον τρόπο αντίδρασης σε καταστάσεις που συχνά προτιμάς να «κουκουλώσεις». Στις μεγάλες πόλεις, κανένας δεν γνωρίζει αληθινά κανέναν. Στην ελληνική επαρχία και γενικότερα στις μικρές κλειστές κοινωνίες, όπου υπάρχουν άλλοι ‘άγραφοι’ κανόνες, η γνώμη του κόσμου μετράει πολύ περισσότερο και μπορεί να σε στιγματίσει. Με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Τις πιο πολλές φορές αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον μια γυναίκα που υφίσταται βία θα προτιμήσει να κρατήσει το στόμα της κλειστό, φοβούμενη το τι θα πει ο κόσμος, από το άμεσο συγγενικό και φιλικό περιβάλλον, μέχρι τους γείτονες.

Ποιες ήταν οι οδηγίες προς τους ηθοποιούς σας; Πως ακριβώς αντιμετωπίσατε το όλο κινηματογραφικό στιλ της ταινίας;

Με τους ηθοποιούς μου, οι οποίοι κατά βάση ασχολούνται με το θέατρο ως χόμπι, και επιλέχθηκαν και βάσει της φυσιογνωμίας τους, δουλέψαμε μαζί παραπάνω από ένα μήνα. Επειδή όμως το σενάριο είναι αρκετά συμπυκωμένο, δεν κρύβω ότι στην αρχή είχαν αγχωθεί: μονολεκτικές, λακωνικές φράσεις σε διαρκή επανάληψη. Δική μου επιλογή ήταν να φέρονται όλοι τους συνωμοτικά, με ελάχιστες εκφράσεις στο πρόσωπο, συγκεκριμένη κινησιολογία και έναν υποτονικό - λόγω της ζέστης του Αυγούστου, αλλά και εξαιτίας του θέματος - τρόπο ομιλίας, συνθέτοντας ένα σημειολογικό παζλ. Ολοι γνωρίζουν το «πρόβλημα», παρόλα αυτά κανείς δεν μιλάει ξεκάθαρα γι’ αυτό. Στην ταινία υπάρχει μια εναλλαγή παρόντος και παρελθόντος. Από την αρχή διαισθανόμαστε ότι κάτι δεν θα πάει καλά σε αυτό το οικογενειακό τραπέζι, ανήμερα της γιορτής του Αγίου Φανουρίου, όμως το ανακαλύπτουμε σιγά-σιγά, προσπαθώντας να καταλάβουμε τι είναι τελικά το «τάμα».

Τάμα 607

Τάμα 607

Τι ήταν το πιο δύσκολο στη δημιουργία της ταινίας;

Τα πιο απαιτητικά στοιχεία ήταν αρχικά το ίδιο το σενάριο, γιατί διαφέρει με άλλα σαφώς πιο περιφραστικά σενάρια ελληνικής μυθοπλασίας, το ότι τα γυρίσματα έγιναν εξολοκλήρου σε εξωτερικό χώρο, σε ένα ορεινό χωριό που μοιάζει έρημο, καθώς και η ένταξη μονοπλάνων σε φυσικούς χώρους, κατόπιν αρκετών προβών και κατάλληλης προετοιμασίας. Με αποκορύφωμα, βέβαια, την κεντρική σκηνή του τραπεζιού που είναι στην ουσία ένα χορογραφημένο μονοπλάνο διάρκειας περίπου 5 λεπτών. Στην ταινία κάνουν την εμφάνισή τους και κάποια όρνια που πετούσαν κυριολεκτικά πάνω από τα κεφάλια μας την ώρα των γυρισμάτων. Μας βοήθησε αρκετά λοιπόν η ίδια η φύση στην αφήγηση. Λένε ότι τα όρνια εμφανίζονται όπου υπάρχει κάτι ψόφιο. Πραγματικά, ό,τι συμβαίνει δηλαδή στο «Τάμα». Προκειμένου να έχουμε καλύτερη εικόνα της καταλυτικής παρουσίας τους, χρειάστηκε να ανακαλύψουμε τη φωλιά τους σε ένα φαράγγι, όπου πηγαίναμε νωρίς το πρωί, ώστε να κατορθώσουμε να τα καταγράψουμε στην κάμερα.

Πόσο δημιουργικά μπορεί να είναι τα πράγματα για έναν σκηνοθέτη που ζει στο Ρέθυμνο σήμερα;

Στο Ρέθυμνο ήρθα για πρώτη φορά το 2008 ως φοιτητής του τμήματος Φιλολογίας. Αφού τελείωσα τις σπουδές μου στο Πανεπιστήμιο, φοίτησα στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν στην Αθήνα. Παράλληλα άρχισα να ασχολούμαι με τον κινηματογράφο, παρακολούθησα σεμινάρια σκηνοθεσίας στο London Film School και άρχισα να δημιουργώ ταινίες μικρού μήκους (ήδη 6 σε αριθμό). Πρόσφατα ίδρυσα την εταιρεία παραγωγής Ble productions για την παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών, διαφημιστικών σποτ και άλλων projects. Σκέφτηκα πως αντί να βρω ένα μικρό γραφείο για να στεγάσω την εταιρεία μου, να το «ανοίξω» λίγο παραπάνω. Ετσι δημιουργήθηκε το «Σημείο», ένα σημείο συνάντησης πολιτισμού, όπου ήδη φιλοξενούνται μαθήματα και σεμινάρια (υποκριτική στον κινηματογράφο και το θέατρο, δημιουργική γραφή, θεατρική αγωγή για παιδιά και νέους), με την προοπτική να φέρει και άλλα όμορφα πράγματα στην πόλη μας, όπως ομιλίες διακεκριμένων εισηγητών, παραστάσεις και λοιπές εκδηλώσεις. Το Ρέθυμνο έχει αλλάξει προς το καλύτερο σε ό,τι αφορά τον πολιτισμό τα τελευταία χρόνια. Το κοινό παρακολουθεί θέατρο και έχει απαιτήσεις. Η συγκεκριμένη ανάγκη συνέβαλε στο να δημιουργήσω έναν τέτοιο χώρο πολιτισμού και δημιουργικής συνάντησης.

Πιστεύετε ότι το σινεμά μπορεί να είναι ένας μοχλός αλλαγής της κοινωνίας;

Ο κινηματογράφος μπορεί να υπογραμμίσει ένα κοινωνικό πρόβλημα, εντέχνως ή και μη, το θέμα όμως είναι κατά πόσο είμαστε ανοιχτοί στο να το αναγνωρίσουμε, να το αποδεχτούμε και να αρχίσουμε να αλλάζουμε οι ίδιοι, για αρχή. Δεν είναι η πρώτη φορά που αποτυπώνεται στον κινηματογράφο αυτό το σύγχρονο κοινωνικό ζήτημα. Παρόλα αυτά το πρόβλημα συνεχίζει να υφίσταται. Επομένως δεν αρκεί μόνο να μιλήσουμε γι’αυτό μέσα από την τέχνη. Χρειάζονται πιο οργανωμένες προσπάθειες σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο.

Η ταινία μικρού μήκους «Τάμα» του Γιάννη Μπλέτα προβάλλεται την Δευτέρα 15 Απριλίου 2019, στο πλαίσιο του 8ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ψηφιακού Κινηματογράφου Αθήνας, στον κινηματογράφο Studio New Star Art Cinema. Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες στο επίσημο site του Φεστιβάλ.

Τάμα Αφίσα 607