Buzz

Beyond: Two Souls. Ο ψηφιακός εαυτός της

στα 10

Τα videogames εξακολουθούν να σαγηνεύουν το Χόλιγουντ με τα μάγια του performance capture. Ο Μιχάλης Τέγος εξετάζει το φαινόμενο μιλώντας για το πιο πρόσφατο παράδειγμα, αυτό της Ελεν Πέιτζ στο «Beyond: Two Souls»

Flix Team
Beyond: Two Souls. Ο ψηφιακός εαυτός της

Θυμάστε κάποτε, τα αρχαία χρόνια, το 2001, που οι ψηφιακοί ηθοποιοί απειλούσαν να καταλάβουν το Χόλιγουντ και να στείλουν τους μεγαλύτερους επαγγελματίες του χώρου γραμμή στο ταμείο ανεργίας; Ήταν η χρονιά που κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους το «Final Fantasy: The Spirits Within», μία πλήρως CGI ταινία βασισμένη στο ομώνυμο videogame franchise, με τις φωνές, μεταξύ άλλων, των Άλεκ Μπόλντουιν, Ντόναλντ Σάδερλαντ και Βινγκ Ρέιμς. Η ποιότητα των γραφικών τότε ήταν ασύλληπτη, φυσικά, και δεν ήταν λίγοι αυτοί που βιάστηκαν να προαναγγείλουν το τέλος του ηθοποιού και την έλευση του «synthespian», του εικονικού ηθοποιού.

Πάνω από μια δεκαετία μετά, τα αποτελέσματα είναι περισσότερο Τζαρ Τζαρ Μπινκς και λιγότερο «Simone» και το επάγγελμα του ηθοποιού εξακολουθεί να είναι ασφαλές. Μάλιστα, καθώς οι κινηματογραφιστές συνειδητοποίησαν ότι η ερμηνεία ενός ηθοποιού είναι πολλά περισσότερα από μία φωνή και ένα ρεαλιστικό πρόσωπο, ο άνθρωπος έγινε ξανά μέρος της εξίσωσης, με την ανάπτυξη της τεχνολογίας performance capture. Η διαδικασία αυτή, δηλαδή η αποτύπωση της φωνής, της ερμηνείας και, συχνά, και της όψης ενός ηθοποιού σε ένα ψηφιακό τρισδιάστατο μοντέλο έχει χρησιμοποιηθεί ήδη σε μεγάλα blockbusters (χαρακτηριστική η δουλειά του Άντι Σέρκις ως Γκόλουμ στην τριλογία του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» και οι εξωγήινοι Να’βι στο «Άβαταρ» του Τζέιμς Κάμερον).

1H Ελεν Πέιτζ και ο Γουίλεμ Νταφόε στα γυρίσματα του «Beyond: Two Souls»

Το performance capture έχει, όμως, αξιοποιηθεί επιτυχημένα και σε videogames, με ρεαλιστικούς χαρακτήρες που αφήνουν χιλιόμετρα πίσω οποιαδήποτε αντίστοιχη προσπάθεια, δίνοντας στον ηθοποιό και στους δημιουργούς τη δυνατότητα να εκμεταλλευτούν το πλήρες εύρος μιας ερμηνείας. Απλώς ως τώρα δεν υπήρχε κάποιο ηχηρό όνομα της βιομηχανίας του κινηματογράφου που να έχει συνδέσει το όνομά του με μια τέτοια προσπάθεια. Αυτό αλλάζει με το «Beyond: Two Souls» της Quantic Dream και τους πρωταγωνιστές του, την Έλεν Πέιτζ και τον Γουίλεμ Νταφόε.

Το «Beyond: Two Souls», ένα βιντεοπαιχνίδι αποκλειστικά για την κονσόλα PlayStation 3, είναι το νέο πόνημα του Ντέιβιντ Κέιτζ, συγγραφέα, σκηνοθέτη, σχεδιαστή παιχνιδιών και επικεφαλής της Quantic Dream, με παιχνίδια όπως το «Heavy Rain» και το παλαιότερο «Fahrenheit» στο ενεργητικό του. Τα παιχνίδια του Κέιτζ ξεχωρίζουν για το έντονο κινηματογραφικό τους στυλ και την έμφαση στην επικοινωνία συναισθημάτων στον παίκτη, αναθέτοντάς του ρόλους που διαφέρουν από τους συνηθισμένους – βάζοντάς τον, π.χ. στη θέση ενός πατέρα που χάνει το μικρό γιο του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στο «Heavy Rain» - ενώ η εμπειρία του στην «ψηφιοποίηση» αστέρων περιλαμβάνει έναν εικονικό Ντέιβιντ Μπάουι στο παιχνίδι «Omikron: The Nomad Soul» του 1999.

1

Στο νέο του παιχνίδι, η Έλεν Πέιτζ δανείζει τη φωνή, το πρόσωπο και το σώμα της στην Τζόντι Χολμς, μια κοπέλα με ένα μεγάλο μυστικό: «στοιχειώνεται» από ένα πόλτεργκαϊστ ονόματι Άινταν, το οποίο βρίσκεται πάντα στο πλευρό της για έναν ανεξήγητο, αρχικά, λόγο, προστατεύοντάς τη και ταυτόχρονα διεκδικώντας τη. Σύμφωνα με τον Κέιτζ, η ιστορία του παιχνιδιού διαδραματίζεται σε διάφορα στάδια της ζωής της Τζόντι, από τα οκτώ έως τα είκοσι τρία της. «Αυτό που θέλω είναι να αναπαράγω την αίσθηση του πώς είναι να γνωρίζεις κάποιον από παιδί, να έχεις μια τόσο στενή σχέση μαζί του» μάς λέει ο Ντέιβιντ Κέιτζ. «Γνωρίζετε τη Τζόντι στα οκτώ της και θα είστε μαζί της στις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής της, ευτυχισμένες και δυσάρεστες. Θα ξέρετε τι έχει περάσει, γιατί και πώς είναι αυτή που είναι. Θέλω οι παίκτες, αφού έχουν τελειώσει το παιχνίδι και έχουν σβήσει την κονσόλα, να νιώσουν ότι έχασαν κάποιον πολύ στενό τους φίλο, κάποιον που ήξεραν καλά.»

Για τις ανάγκες του παιχνιδιού πραγματοποιήθηκαν κανονικά γυρίσματα, ή μάλλον συνεδρίες performance capture με τεχνολογία παρόμοια με αυτή που χρησιμοποιήθηκε στο «Άβαταρ» - με τους ηθοποιούς να φορούν ειδικές φόρμες με αισθητήρες και μεταλλικές τελείες στο πρόσωπό τους, έτσι ώστε ο υπολογιστής να αποτυπώνει και την παραμικρή τους κίνηση. Παράλληλα, η Πέιτζ, ο Νταφόε και το υπόλοιπο καστ υποβλήθηκαν σε τρισδιάστατη χαρτογράφηση του προσώπου και του σώματός τους, ώστε να δημιουργηθούν οι ψηφιακοί σωσίες τους. Σαν αποτέλεσμα, η Τζόντι αποτελεί ένα ακριβέστατο αντίγραφο της Πέιτζ, τόσο σε εμφάνιση, όσο και σε φωνή, κινήσεις και εκφράσεις.

1

Η συνεισφορά των ηθοποιών στο παιχνίδι με τη βοήθεια του performance capture είναι εντυπωσιακή. Με δύο επαγγελματίες όπως η Πέιτζ και ο Νταφόε και την εν λόγω τεχνολογία, μια σκηνή στο «Beyond» μπορεί να μεταδώσει αυτό που θέλει ο δημιουργός με μια έκφραση, εκεί που ένα άλλο παιχνίδι θα χρειαζόταν έξτρα γραμμές διαλόγου. Οι ηθοποιοί (που είναι μαζί στο «σετ» και δεν ηχογραφούν απλώς τις ατάκες τους ξεχωριστά ο ένας από τον άλλο) μπορούν να αυτοσχεδιάσουν και να παίξουν με τις ερμηνείες τους, παράγοντας ένα πιο φυσικό και πιο ενδιαφέρον αποτέλεσμα.

1

Ένα μικρό δείγμα του αποτελέσματος αυτής της νέας συνεργασίας μπορεί να φανεί στο trailer και στα βίντεο των γυρισμάτων: οι σκηνές μοιάζουν πιο ζωντανές, πιο επιδέξια στημένες, ενώ μεγάλη έμφαση δίνεται στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών. Παρόμοια υψηλές αξίες παραγωγής έχουν, βέβαια, και οι υπόλοιποι τομείς του «Beyond», όπως θα περίμενε κανείς από ένα blockbuster βιντεοπαιχνίδι, αλλά το γεγονός ότι ο Κέιτζ, αντίθετα με πολλούς συναδέλφους του, μιλάει πολύ λίγο για την τεχνολογία και συζητά για πολύ συγκεκριμένα πράγματα για το παιχνίδι του, λέει πολλά.

«Η διάδραση, βέβαια, είναι σημαντική, αλλά αυτό που με ενδιαφέρει είναι να συνδέεσαι συναισθηματικά με αυτό που βιώνεις,» μάς λέει. «Όταν σβήνεις την κονσόλα, ξεχνάς εντελώς το παιχνίδι; Σε αλλάζει καθόλου, με οποιονδήποτε τρόπο; Δεν μας νοιάζουν τα τεχνικά χαρακτηριστικά, αλλά αν, στο τέλος της μέρας, νοιάζεσαι για την εμπειρία αυτή, ή αν δεν σου καίγεται καρφί.»Ο αντίλογος που παραθέτουν πολλοί στο Γάλλο δημιουργό είναι ότι τα παιχνίδια του προσομοιάζουν υπερβολικά σε ταινίες, τόσο που περιορίζεται η συμμετοχή του παίκτη σε αυτά. Ταυτόχρονα, για όλη τη φιλοδοξία του και τις καλές του προθέσεις (που μπορεί κανείς να πει ότι ξεπερνούν κατά πολύ τις αντίστοιχες των συναδέλφων του στη βιομηχανία των βιντεοπαιχνιδιών), ο Κέιτζ έχει παρατηρηθεί να υστερεί αρκετά από δημιουργικής άποψης – ιδίως στον τομέα του σεναρίου.

Τίποτα από αυτά όμως δεν αναιρεί ότι τα παιχνίδια του, και μαζί και το Beyond: Two Souls, δε μοιάζουν με τίποτε άλλο στο χώρο τους και δείχνουν προς ένα πιθανό κοινό μέλλον για τη βιομηχανία της ψυχαγωγίας, με τη σύγκλιση του πραγματικού και του ψηφιακού.

1