Eνας άντρας επιστρέφει από τη Νέα Υόρκη στην γενέτειρα του για να διεκδικήσει την περιουσία του πατέρα του. Στο τρένο της επιστροφής θα ερωτευτεί μια νεαρή κοπέλα χωρίς να ξέρει πως είναι η κόρη της οικογένειας με την οποία η δική του βρίσκεται σε μια βεντέτα αιώνων.

Κάθε φορά που βλέπεις μια από τις μεγάλου μήκους ταινίες του Μπάστερ Κίτον νιώθεις την ίδια ακριβώς αμηχανία που πρέπει να ένιωθαν οι θεατές στην αρχή του αιώνα μπροστά σε ένα ιδιόμορφο σχήμα κωμωδίας που μέσα από την σλάπστικ ελαφρότητα του άφηνε ανεπαίσθητες αιχμές για μια εντελώς αναρχική ποίηση. Το «Οur Hospitality», για πολλούς θεωρητικούς η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Κίτον (το «Three Ages» του 1923 ήταν απλά μια συρραφή τριών μικρού μήκους ταινιών ίδιας θεματολογίας) το αποδεικνύει, ίσως όχι τόσο έντονα όσο θα το κάνει λίγο αργότερα ο «Στρατηγός» ή το «Steamboat Bill Jr.», τα δύο αναμφισβήτητα αριστουργήματα της καριέρας του.

Ξεκινώντας με μια σκηνή που μοιάζει να έχει βγει από μια κλασική ταινία τρόμου, ο Κίτον απομακρύνεται από την πειραματική διάθεση των μικρών μήκους ταινιών του θέλοντας εδώ να καυτηριάσει τον τρόπο με τον οποίο γεννήθηκε το έθνος της Αμερικής (μέσα από ανούσιες βεντέτες οικογενειών για την επικράτηση του πιο ισχυρού) πριν καταλήξει στο να διηγηθεί μια μεγάλη ιστορία αγάπης. Με δύο τουλάχιστον σκηνές ανθολογίας, η μία στο τρένο που διασχίζει την Αμερική, ρέπλικα της πραγματικής ατμομηχανής του 1831 που κατασκευάστηκε ειδικά για την ταινία και η άλλη στους καταρράχτες όπου ο Κίτον αποδεικνύεται ένας αυθεντικός action hero, το «Οur Hospitality» βάζει τις απαρχές της κωμωδίας σε μετωπική σύγκρουση με το μελόδραμα διαμέσου μιας κοινωνικής σάτιρας.

Και το κάνει με μια εκλεκτική άνεση που ακόμη και σήμερα, σχεδόν έναν αιώνα μετά, θα μπορούσε να αποτελέσει οδηγό για κάθε σύγχρονη κωμωδία που, αγνοώντας όσα δίδαξε ο Κίτον στην απαρχή του σινεμά, συνεχίζει να εκβιάζει κάτι τόσο φυσικό όσο το γέλιο.