O Λεθ, μια εκκεντρική και μοναχική ιδιοφυία υπολογιστών, καλείται να λύσει το «Θεώρημα Μηδέν», μια μαθηματική εξίσωση που θα αποδείξει αν η ζωή έχει πραγματικό νόημα, μόνο που το έργο του διακόπτεται συνεχώς από τις απρόσκλητες επισκέψεις των ανθρώπων που τον περιτριγυρίζουν, τον ελέγχουν, ή προσπαθούν να τον κάνουν «καλύτερο». Και παρά τις προσπάθειές του η ουσία της ζωής και η λύση στο θεώρημα που προσπαθεί να αποδείξει του διαφεύγει, μέχρι την στιγμή που θα ανακαλύψει μια μυστηριώδη δύναμη που δεν υπακούσει στους νόμους της φυσικής ή των μαθηματικών, αυτήν της αγάπης.

Το γεγονός πως το «The Zero Theorem» είναι ελάχιστα καλύτερο από το «The Imaginarium of Dr. Parnassus» δεν σημαίνει πραγματικά τίποτα, ειδικά όταν το τελευταίο ήταν μια από τις χειρότερες ταινίες της καριέρας του Τέρι Γκίλιαμ, συνέχεια μιας δεύτερης καριέρας (ας θεωρήσουμε πως η πρώτη τέλειωσε κάπου στο «12 Monkeys») με ταινίες που διασχίζουν την απόσταση από το «τρικυμία εν κρανίω» μέχρι το γκροτέσκο, διαμέσου φτηνών ειδικών εφέ, πολύχρωμων κοστουμιών και παλιομοδίτικων φιλοσοφικών αναζητήσεων για τη ζωή, το θάνατο και όλα τα ενδιάμεσα.

To «The Zero Theorem» θα ήθελε να είναι το κλείσιμο μιας τριλογίας που ξεκίνησε με το «Brazil» και το «12 Monkeys», αλλά στην πραγματικότητα είναι μια ταινία που θα έπρεπε να είχε γυριστεί πριν από αυτές, αφού η βασική της τοποθέτηση πάνω σε ένα virtual κόσμο είναι τόσο μα τόσο old -fashioned (βλ. 90s) που πραγματικά νιώθεις απορία όταν είσαι αναγκασμένος να βλέπεις ξανά και ξανά σκηνές virtual σεξ και ενδοεπικοινωνίας σαν μια κριτική πάνω στο αιώνιο «οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει τον τρόπο να επικοινωνούν».

Αυτός που έχει ξεχάσει να επικοινωνεί με τον κάποτε δαιμόνιο, πειραγμένο και αφασικά μεγαλειώδη εαυτό του είναι ο Γκίλιαμ που με σαφή έλλειψη χρημάτων φτιάχνει ένα σύμπαν επιστημονικής φαντασίας που θα ήθελε να θυμίζει κόμικ, αλλά στην πραγματικότητα μοιάζει να είναι φτιαγμένο από ερασιτέχνες σε κάποιο trial software για αρχάριους.

Με ωραίες και συχνά τολμηρές ιδέες (όπως μια πόλη προηγούμενου αιώνα σε απόλυτη παρακμή όπου όλα όμως είναι ψηφιακά), αλλά εκτελεσμένες σαν να βρισκόμαστε σε ένα επι τούτου b-movie για cult κατανάλωση.

Αναρωτιέστε τι γίνεται στο «The Zero Theorem»;

Τόσα πολλά που είναι αδύνατον κανείς να τα θυμηθεί ακόμη και όταν συμβαίνουν, καθώς ο Γκίλιαμ αρέσκεται σε μια τέλεια χορογραφημένη μεν αλλά απλοϊκή είσοδο και έξοδο ηρώων, διαλόγων, εικόνων και ιδεών που κάποτε έκανε περίτεχνα, αλλά τώρα ολοκληρώνει μόνο σαν ένα διαρκή θόρυβο για τα αυτιά και τα μάτια.

Συνοπτικά, ο ήρωας τού Κριστόφ Βαλτς, απομονωμένος μέσα σε έναν καθεδρικό ναό μπροστά στον υπολογιστή του προσπαθεί να αποδείξει το «θεώρημα του μηδέν», καθώς γνωρίζει τον (ψηφιακό) έρωτα με μια νεαρή κοπέλα, επαναστατώντας μπροστά στο μεγαθήριο μιας εταιρίας που ελέγχει τη ζωή όλων. Αυτό και λίγο ο Ματ Ντειμον που παίζει το διευθυντή της εταιρίας, η Τίλντα Σουίντον που παίζει μια ψυχαναλύτρια μέσω ένoς software, κάτι ποντίκια που τρέφονται μόνο με πίτσα σε μια λίστα λεπτομερειών που δεν έχει τέλος...

Στις ελάχιστες στιγμές που ο Γκίλιαμ παραδίνεται σε έναν θλιμμένο αυτοσαρκασμό, νιώθεις πραγματικά την ενέργεια μιας ταινίας που θα μπορούσε να είναι ένα το αυθεντικό μελαγχολικό σχόλιο ενός οραματιστή καλλιτέχνη για τη μοναξιά και τη σημασία του να αγαπάς σε έναν κόσμο που έχει ξεχάσει να κοιτάει τον άλλο στα μάτια.

Σε όλες τις υπόλοιπες, απλώς πιάνεις τον εαυτό σου να θυμάσαι τι είχες νιώσεις την πρώτη φορά που είδες το «Brazil», το «12 Monkeys» ή το «The Fisher King», πιστεύοντας πως ο δημιουργός τους θα ήταν πάντα πιο μπροστά από σένα, ανοίγοντας το δρόμο με σπουδαία παραμύθια για το τέλος του κόσμου.

Διαβάστε ακόμη: