Σε μια στέπα της Ουκρανίας, ανάμεσα στην οικογένειά του, ο παππούς Συμεών ζει ειρηνικά τις τελευταίες στιγμές του, κάνοντας αστεία με ένα παλιό του φίλο. Τρώει ένα αχλάδι, δίπλα σε ένα μωρό και μετά ξαπλώνει γαλήνια στη γη και πεθαίνει, ανάμεσα σε μήλα που πέφτουν από τα δέντρα. Οι κουλάκοι της περιοχής, ο Αρκίπ Μπιλόκιν και η οικογένειά του, θρηνούν για την κολεκτιβοποίηση που έρχεται. Ενα από τα μέλη της οικογένειας απειλεί να σκοτώσει το άλογό του, παρά να το δώσει στην κολεκτίβα. Οι γυναίκες ουρλιάζουν, ενώ ο Αρκίπ Μπιλόκιν διαβάζει τι γράφει η εφημερίδα για τους κουλάκους. Ο εγγονός του Συμεών, ο Βασίλι και η τοπική οργάνωση της Κομσομόλ οργανώνουν μια συνάντηση σπίτι του για να συζητήσουν για την κολεκτιβοποίηση. Ο πατέρας του Βασίλι, ο Οπανάς, αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό τις νέες μεθόδους. Ο Βασίλι φέρνει με συνοδεία στο χωριό το πρώτο τρακτέρ. Το νερό του τρακτέρ εξατμίζεται και οι άντρες εφευρίσκουν ένα τρόπο να το αντικαταστήσουν: ουρούν μέσα στο ψυγείο!Οι χωρικοί οργώνουν, σπέρνουν και θερίζουν με τη βοήθεια του Βασίλι που οδηγεί το τρακτέρ. Οι γυναίκες δένουν δεμάτια και οι άντρες λιχνίζουν. Η σκηνή αυτή περιγράφει, με μοντάζ, όλη τη διαδικασία παραγωγής στην κολεκτίβα, από το φύτεμα του σπόρου μέχρι το ψήσιμο του ψωμιού. Επειτα από τη σκληρή δουλειά της μέρας, οι νεαροί αγρότες συναντούν τις αγαπημένες τους. Μέσα σε μια παράξενη νυχτερινή ομίχλη, η Νατάσα, το κορίτσι του Βασίλι, βρίσκει καταφύγιο στην αγκαλιά του αγαπημένου της. Επιστρέφοντας στο σπίτι του, κάτω από το ολόγιομο φεγγάρι, ο Βασίλι χορεύει ένα λαϊκό χορό, το χοπάκ. Ομως, φτάνοντας σε ένα σταυροδρόμι, πέφτει σε δολοφονική ενέδρα.