Η ζωή του Κάρλος Ακόστα είναι φτιαγμένη, έτσι κι αλλιώς, από το υλικό των ταινιών: ένα rags to riches story που στριφογυρίζει με τη φινέτσα και τη δύναμη μιας κοινωνικής πιρουέτας, μιας θαρραλέας αραμπέσκ στο πρόσωπο της νόρμας. Μια ταινία για τη ζωή του, αναπόφευκτα, έχει λιγότερη δύναμη από την πραγματικότητα, κερδίζοντας σε ένταση και περιεχόμενο όταν αφήνει κατά μέρος τη δραματοποίηση κι αφήνει το χορό ν’ αφηγηθεί.

Ο Ακόστα μεγάλωσε μέσα στη φτώχια, ενδέκατο παιδί μιας διαφυλετικής οικογένειας στα χαμόσπιτα των προαστίων της Αβάνας, στην Κούβα. Πέρασε τα μικρά χρόνια του στο δρόμο, παίζοντας ποδόσφαιρο με τα παιδιά της γειτονιάς, ή προβάροντας το moon walk του Μάικλ Τζάκσον. Ο αυστηρός πατέρας του, για να του δώσει μια κατεύθυνση για την ανεξάντλητη ενεργητικότητά του, αλλά και να του εξασφαλίσει ένα πιάτο φαΐ, τον έσπρωξε στα άξια χέρια (και πόδια) της Εθνικής Σχολής Χορού της Κούβας – ο μικρός Κάρλος, που η οικογένειά του φώναζε «Γιούλι», έγινε αμέσως δεκτός ως οικότροφος κι αυτή, η πρώτη επιτυχία του, άρχισε να λειτουργεί ως ζωοδότρια φυλακή.

Από εκεί, ο Ακόστα διένυσε μια θαυμαστή πορεία θριάμβων, χορεύοντας στους σημαντικότερους σταθμούς της Αμερικής και πηγαίνοντας στο Λονδίνο, όπου υπήρξε για 15 χρόνια ο πρώτος χορευτής του Βασιλικού Μπαλέτου, φέρνοντας τομή στην ελιτιστική πλευρά του χορού: ο πρώτος μαύρος χορευτής που ερμήνευσε ποτέ τον Ρωμαίο (στο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα»), άνοιξε την πόρτα – και πολέμησε ακτιβιστικά γι’ αυτό – σε μια πιο ποικίλα, διαπολιτισμική, χωρίς στεγανά σύνθεση των σύγχρονων ομάδων χορού.

Ο Ακόστα έκανε ο ίδιος μια χορογραφία εμπνευσμένη από τη ζωή του: αυτή είναι κι η αφετηρία της ταινίας, η οποία γυρνά σε flash backs πίσω στο ’80 για να περιγράψει την πορεία του Κάρλος μέσα στις δεκαετίες. Τον χορευτή ερμηνεύουν δυο μη-επαγγελματίες ηθοποιοί, ο ακαταμάχητος μικρός Εντιλσον Μανουέλ Ολμπέρα Νούνιεζ που μοιάζει τόσο εκρηκτικός όσο το πρότυπο που ενσαρκώνει και, σε λίγο μεγαλύτερη ηλικία, ο Κέβιν Μαρτίνεζ, χορευτής από την ομάδα του Ακόστα – ώσπου ο ίδιος ο Κάρλος ν’ αναλάβει να ερμηνεύσει στην οθόνη τον σύγχρονο εαυτό του. Ως φόρο τιμής στον κουβανέζικο χορό, τον πατέρα του Κάρλος στην ταινία, ενσαρκώνει ο Σαντιάγο Αλφόνσο, διάσημος χορευτής και χορογράφος της χώρας. Επιλογές, όλες, που μοιάζουν τρυφερές, αλλά δίνουν στην πραγματική ιστορία μια αίσθηση αναληθοφάνειας, μια υποκριτική αμηχανία. Το ίδιο κι η πληθωρική, ρομαντική μουσική του Αλμπέρτο Ιγκλέσιας, η φωτογραφία του Αλεξ Καταλάν που αποτυπώνει την Αβάνα σαν μια καρτ ποστάλ που θα βρεις σελιδοδείκτη σ’ ένα ξεχασμένο βιβλίο. Όλα συμβάλουν σε μια αισθητική ομορφιά αλλά σε μια ταινία γλυκερή και αβαθή.

Η απλοϊκότητα του σεναρίου και το προφανές της σκηνοθεσίας της, προκύπτει φυσικά από το δημιουργικό δίδυμο του διακεκριμένου σεναριογράφου Πολ Λάβερτι (του οποίου τη δουλειά εδώ, ο Κεν Λόουτς σίγουρα θα είχε ελαφρώς επιπλήξει) και της Ισπανίδας συζύγου του, Ισίαρ Μπογιαΐν που πριν τρία χρόνια μας έδωσε την εξίσου πολιτικά μονοδιάστατη «Ελιά». Κι αν σκηνοθέτης και σεναριογράφος βρίσκουν απλώς τον τρόπο ν’ αποδώσουν σχηματικά μια εμβληματική ιστορία, έρχονται, τουλάχιστον, στην ταινία τα μέρη του χορού, όπου ο Κάρλος Ακόστα με το κορμί του και την πηγαία ορμή του, λέει τόσα περισσότερα και πιο θαυματουργά, χωρίς λέξεις και χωρίς διδάγματα.