Σύμφωνα με τον Αϊζενστάιν, ο θεατής μιας ταινίας αντιλαμβάνεται την αλληλουχία των κινηματογραφικών εικόνων σε τρία διαδοχικά στάδια: το (αυτονόητο) οπτικό, το περιεχομενικό (ή συναισθηματικό), και το ιδεολογικό. Σε αυτό εξάλλου το σχήμα στήριξε και τη θεωρία του «μοντάζ των εντυπώσεων», που διατύπωσε για πρώτη φορά το 1922 και έμελλε να αποτελέσει τον θεμέλιο λίθο της φιλμικής γλώσσας.
Η ιστορία έχει δείξει πως, κατά κανόνα, το κυρίαρχο αμερικανικό σινεμά μένει καθηλωμένο στο δεύτερο στάδιο, εμποδίζοντας τον θεατή να κάνει το άλμα στο τρίτο, δηλαδή την ιδεολογική επεξεργασία του περιεχομένου των εικόνων που παρακολουθεί. Το μελόδραμα είναι το κατεξοχήν προσφερόμενο για τέτοιου τύπου «καθήλωση» είδος, εκτός κι αν μιλάμε για τον σουρεαλιστή Ντάγκλας Σερκ, τον αυστηρό Γουίλιαμ Γουάιλερ (κυρίως τον μεσοπολεμικό) ή τον πολιτικό Ηλία Καζάν, για να αναφέρουμε μερικούς από τους κορυφαίους Αμερικανούς μελοδραματοποιούς που δια της αισθητικής τους και μόνο σε «στέλνουν» στην ιδεολογική σφαίρα και, συνεπώς, επιβεβαιώνουν ως εξαιρέσεις τον κανόνα.
Η ταινία του Στίβεν Τσμπόσκι («Τα Πλεονεκτήματα του να Είσαι στο Περιθώριο») ανήκει στον εν λόγω κανόνα με τον πιο ρητό και κατάδηλο τρόπο. Εδώ, ο 10χρονος Ογκι, παραμορφωμένος εκ γενετής στο πρόσωπο και υποβληθείς από μωρό σε αλλεπάλληλες χειρουργικές επεμβάσεις χωρίς σοβαρό αποτέλεσμα, πείθεται από τη μητέρα του πως είναι πλέον καιρός να σταματήσει την κατ’ οίκον διδασκαλία και να αρχίσει το σχολείο ώστε να μπορέσει να κοινωνικοποιηθεί. Ομως, αν και ικανός και έξυπνος, φοβάται τη χλεύη που μπορεί να αντιμετωπίσει από τους συμμαθητές του εξαιτίας του παρουσιαστικού του.
Τίποτα το έστω υποτυπωδώς γκρίζο δεν καραδοκεί στο ευκατάστατο, αγγελικά πλασμένο, μανιχεϊστικό σύμπαν του «Θαύματος». Όλοι είναι άνθρωποι καλοί, κατά βάθος, πλάτος και μήκος. Αν κάποιος δεν είναι και τόσο καλός, θα το καταλάβουμε αμέσως, όπως με τη μητέρα της φίλης που εμφανίζεται σε δύο όλα κι όλα πλάνα να στολίζει βαριεστημένα με την κόρη της το χριστουγεννιάτικο δέντρο πίνοντας κρασί! Η δε πρωταγωνιστική μαμά ίσως να παραμελούσε τη δική της κόρη έτσι απορροφημένη που ήταν στην ανατροφή του Ογκι, όμως άθελά της το έκανε η φουκαριάρα, και εννοείται πως θα το συνειδητοποιήσει τελικά και θα συμμορφωθεί. Οπωσδήποτε. (Ας μη συζητάμε για τον μπαμπά που, αν και φιγουράρει στη μισή ταινία, δεν έχει την παραμικρή υπόσταση στο εκτυλισσόμενο δράμα).
Λοιπόν, όντας κολλημένο στο συναισθηματικό στάδιο που λέγαμε, το φιλμ ούτε στους συσχετισμούς περνά από την απλή κατάδειξη των σχέσεων, ούτε στη σύνθεση από την παραθετική ανάλυση. Ούτε, συνεπώς, σπάει τα στεγανά της πολιτικής ορθότητας για να προσεγγίσει την ουσία, έτσι επιπόλαια, συμβιβαστικά και δακρύβρεχτα που κοιτά σοβαρά ζητήματα όπως την αποδοχή της διαφορετικότητας ή το σχολικό νταϊλίκι.
Περίπατο πάει ακόμη και η μοναδική ίσως ενδιαφέρουσα ιδέα στην αφηγηματική δομή. Δεν έχουμε διαβάσει το νεανικό μυθιστόρημα της Ρακέλ Παλάτσιο όπου βασίστηκε το σενάριο, πάντως το μεγαλύτερο μέρος του φιλμ ξεδιπλώνεται μέσα από το υποκειμενικό πρίσμα (με voiceover) των τεσσάρων νεώτερων ηρώων: του Ογκι, του μόνου φίλου που θα κάνει τελικά στο σχολείο, της αδελφής του Ογκι και της κολλητής φίλης της. Τύπου κεφάλαια, που αρχικά νομίζεις πως θα λειτουργήσουν σαν μηχανισμοί αποστασιοποίησης, όμως βαθμιαία διαπιστώνεις πως πρόκειται για απολογίες φίλων προς φίλους, δηλαδή ενοχικών τόνων ψυχολογισμούς που αποσκοπούν μονάχα στη χειραγώγηση του θυμικού σου και σε απομακρύνουν ακόμη περισσότερο από το προς μελέτη πρόβλημα.