Φιλόδοξος ο Αυστριακός Γιόζεφ Χάντερ, ως τώρα αναγνωρισμένος στη χώρα του ηθοποιός, κυρίως θεατρικός, ανέλαβε με το «Wild Mouse» τον τριπλό ρόλο του σκηνοθέτη, του σεναριογράφου και του πρωταγωνιστή σε μια μαύρη, πικρή, κοινωνική σάτιρα - κι ίσως αν κάτι από τα τρία είχε παραχωρήσει σε κάποιον άλλο, η ταινία θα ήταν τόσο ενθουσιαστική όσο υπόσχεται η αρχή της.
Πιασμένος στη φάκα της σημερινής επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, κάνοντας σβούρες γύρω από τον εαυτό του χωρίς να μπορεί να γλιτώσει, ο ήρωας της ταινίας είναι ο (Αυστριακός) Γκέοργκ, πενηντάρης μουσικοκριτικός σε εφημερίδα. Η προτίμησή του για την κλασσική μουσική, έναντι της ροκ και το γεγονός ότι τα πολλά χρόνια δουλειάς του έχουν ανεβάσει τον μισθό του, ωθούν τον (Γερμανό) διευθυντή του, Βάλερ, να τον απολύσει. Ο Γκέοργκ δεν μοιράζεται την πληροφορία με τη γυναίκα του, η οποία, αρκετά νεότερη, τον πιέζει να κάνουν παιδί.
Νιώθοντας ξεπερασμένος και ποικιλοτρόπως «ανίκανος», ο Γκέοργκ πιάνει φιλίες με τον Ερικ, ο οποίος τον τραμπούκιζε στο σχολείο όταν ήταν παιδιά, αλλά τώρα είναι φιλικός κι υποστηρικτικός. Ο Ερικ προσπαθεί να επισκευάσει το «άγριο ποντίκι», το παιχνίδι του λούνα παρκ που εμείς θα λέγαμε «ρώσικα βουνά». Επιτέλους, ο Γκέοργκ έχει κάτι να φτιάξει - και ταυτόχρονα προσπαθεί να καταστρέψει, σε μια εκστρατεία εκδίκησης, ό,τι θεωρεί πολύτιμο ο Βάλερ, από το αυτοκίνητό του ως τη ζωή του.
Το πρώτο μέρος της ταινίας μοιάζει με την τέλεια σημερινή μαύρη κωμωδία. Ο Γκέοργκ δεν έχει, πια, τίποτα να χάσει κι αυτό δίνει έναυσμα σε μια απολαυστικά πικρόχολη κριτική, όχι πια στους μουσικούς που κατακρεουργούσε στα κείμενά του, αλλά στα προβλήματα πολυτελείας, στην έλλειψη καλλιέργειας στον Τύπο, στα κοινωνικά πρότυπα, στις ενδοευρωπαϊκές αντιζηλείες, στην οικονομική ανισότητα, στα νιάτα που περνούν, σε οτιδήποτε απασχολεί έναν σκεπτόμενο και ενεργό άνθρωπο στη δική μας εποχή. Παράλληλα, ο Χάντερ αξιοποιεί θαυμάσια τα σκηνικά που επιλέγει, είτε αυτό είναι το παρθένο λευκό του χιονισμένου βουνού (όπου, φυσικά, την πιο ακατάλληλη στιγμή θα περάσει ένα εκχιονιστικό όχημα), είτε η παραισθησιογόνα απόδραση του λούνα παρκ.
Σαν, όμως, το ποντίκι, ή το τραινάκι, που κάνει συνεχώς στροφές, έτσι και το σενάριο της ταινίας κάνει κύκλους γύρω από τα ίδια ευρήματα, απλώνοντας την περίμετρο και χάνοντας το σφιχτό timing μιας καλής κωμωδίας. Κι έτσι ό,τι στην αρχή μοιάζει εύστοχο, αιχμηρό και πρωτότυπο, καταλήγει να βολτάρει στο λούνα παρκ της φάρσας και της επανάληψης. Ακόμα και σ' αυτή τη φθίνουσα κωμική πορεία, πάντως, ο Γιόζεφ Χάντερ - ηθοποιός, με το σωματικό παίξιμό του και το γεμάτο έκπληξη μπροστά στην ανοησία βλέμμα του, κερδίζει τις εντυπώσεις.