Κατά τη διάρκεια των γιορτών, ο Νεντ, ένας υπερπροστατευτικός αλλά τρυφερός πατέρας, και η οικογένειά του επισκέπτονται την κόρη του στο Στάνφορντ, όπου γνωρίζει τον μεγαλύτερό του εφιάλτη: τον καλοπροαίρετο αλλά απροσάρμοστο φίλο της, Λερντ. Μια αντιζηλία ξεκινάει, και συνάμα ο πανικός του Νεντ μεγαλώνει όταν συνειδητοποιεί πόσο χαμένος νιώθει στον πολυτελή κόσμο της τεχνολογίας, αλλά και όταν μαθαίνει ότι ο Λερντ σχεδιάζει να ζητήσει την κόρη του σε γάμο.

Οταν ο κόσμος θα το πάρει απόφαση πως είναι χωρισμένος ανάμεσα στους ανθρώπους που γελάνε βλέποντας τον Μπράιαν Κράνστον καθισμένο σε μια λεκάνη να… αερίζεται και σε όσους έχουν τραβήξει τη γραμμή πολύ πριν η κάμερα μπει στην εν λόγω τουαλέτα, τότε ίσως το «Γιατί Αυτόν;» να τύχαινε μια πιο καθολικής αποδοχής ως το αυθεντικό «Ο Γαμπρός της Συμφοράς», αφού στο ίδιο μοτίβο και με τον ίδιο σεναριογράφο (που εδώ δυστυχώς σκηνοθετεί κιόλας) προσπαθεί να συμφιλιώσει δύο γενιές, εδώ περισσότερο με χοντράδες παρά με πραγματικές κωμικές εξάρσεις.

Στην πιο χλιαρή, ανώδυνη και family x-rated (λόγω οπισθίων του Φράνκο, ντε) εκδοχή της, σε ιστορία που εμπνεύστηκε ανάμεσα σε άλλους και ο Τζόνα Χιλ και παραγωγή (ανάμεσα σε άλλους) και του Μπεν Στίλερ, το «Γιατί Αυτόν;» ισοπεδώνει το μοτίβο... meet the parents με παλιοκαιρίσια αστεία, λίγη φούντα και το αγόρι μου – που επειδή ο Ζακ Εφρον έπρεπε να παίξει σε άλλη βλακεία (βάλτε όποια θέλετε με αποκορύφωμα το Dirty Grandpa) φωνάξανε τον Τζέιμς Φράνκο που τα κάνει όλα και συμφέρει.

Κυριολεκτικά όμως, δεν υπάρχει τίποτα αστείο στο φορτωμένο με τατουάζ κορμί του Τζέιμς Φράνκο καθώς υποδύεται για ακόμη μια φορά τον… Τζέιμς Φράνκο και σίγουρα δεν υπάρχει τίποτα αστείο στο βλέμμα του αποσβολωμένου μέλλοντα πεθερού Μπράιαν Κράνστον όταν αναγκάζεται να δει την κόρη του να απολαμβάνει δεόντως – και γιατι όχι άλλωστε; - το στοματικό σεξ. Εκτός αν ανήκετε σε εκείνη την πλευρά του κόσμου που θυμάται ακόμη και αναπολεί τους αδερφούς – ευτυχώς - που - σταμάτησαν – πλέον - να - κάνουν - σινεμά - Φαρέλι και ζείτε με το ημερολόγιο ανοιχτό για την κάθε επόμενη ταινία που φιλοδοξεί να δώσει νόημα στη σωματική (και σωματικών αερίων) αμερικανική κωμωδία που αναρωτιόμαστε εδώ και χρόνια ποιον τελικά αφορά.

Δεν είναι μόνο η φτηνή – και τόσο 90s – κριτική απέναντι στην τεχνολογία, τη μοντέρνα τέχνη και την ταξική πάλη, ούτε ότι κάθε 60something Αμερικάνος θα θυμηθεί κάποια στιγμή τα χρόνια στο κολέγιο που μαστουρωμένος (δεν) άλλαζε τον κόσμο. Είναι η συντηρητική ματιά πάνω στο all American family που και καλά ανατρέπεται με χοντροκομμένα αστεία, ενώ στην πραγματικότητα το μόνο που συμβαίνει είναι ότι θέλει να σε κάνει να νιώσεις ότι ντρέπεσαι για κάτι που έτσι κι αλλιώς έχει φτιαχτεί για να... ντρέπεσαι.

Καταλαβαίνουμε (σχετικά) την ανάγκη του Μπράιαν Κράνστον να δοκιμαστεί και σε κάτι πιο popular, από την άλλη δεν θέλαμε ποτέ να τον δούμε να τον «κατουράει» μια λεκάνη, όπως επίσης θα κάναμε τούμπες για την οποιαδήποτε εμφάνιση της Μέγκαν Μάλαλι από το «Will & Grace», αλλά δεν θα της επιτρέπαμε ποτέ να πει ναι σε κάτι τόσο εύκολο, αντιδραστικό και σχεδόν ούτε για απόγευμα Σαββάτου σε χριστουγεννιάτικο πρόγραμμα καλωδιακής.

Ας καταχωρηθεί στην ιστορία ως μια... κινηματογραφική εμφάνιση των Kiss (τι ντροπή κι αυτό από τη φύση του) και ας μετονομαστεί άμεσα σε «Γιατί σε εμάς;» ώστε να είμαστε κάπως όλοι ικανοποιημένοι. Και του χρόνου; No way!