O 19χρονος Αντριου είναι ένας ταλαντούχος ντράμερ, ένας από τους καλύτερους σπουδαστές στο «Shaffer Conservatory» της Νέας Υόρκης. Πεισματάρης και φιλόδοξος, στα όρια του αλαζονικού, ονειρεύεται μεγάλα, τεράστια όνειρα: δε θα συμβιβαστεί με την μετριότητα, όπως ο καθηγητής Γυμνασίου φιλόλογος πατέρας του. Ή με μια μικροαστική δήθεν καριέρα, όπως τα κομπασμένα ξαδέλφια του. Εκείνος είναι καλλιτέχνης. Θα γίνει ο καλύτερος. Θα γράψει ιστορία. Θα δουλέψει σκληρά και θα κερδίσει μία θέση στην ορχήστρα του Τέρενς Φλέτσερ - του διαβόητου μαέστρου της τζαζ, του καθηγητή που όλοι στη σχολή σέβονται και τρέμουν ταυτόχρονα. Αν σε επιλέξει ο Φλέτσερ, αν αντέξεις τα καψόνια και τη σκληρή του αγάπη, τότε ένας μεγάλος δρόμος ανοίγεται μπροστά σου. Ο Αντριου αισθάνεται ανίκητος, δυνατός. Κι ο Φλέτσερ όντως τον επιλέγει. Πρόσεξε τι εύχεσαι λένε οι σοφοί αυτού του κόσμου. Γιατί ο δρόμος προς την επιτυχία είναι στρωμένος με αίμα, δάκρυα και ιδρώτα. Κυριολεκτικά.
H ταινία του Ντάμιεν Σαζέλ βασίστηκε στην ανάπτυξη της ομώνυμης («Whiplash», 2013) μικρού μήκους του και έγινε μέσα στο 2014 το indie hit που ξεπέρασε κάθε προσδοκία: βραβεία στο Sundance, γύρος του θριάμβου σε κάθε φεστιβάλ του πλανήτη όπου αποσπούσε ομόφωνα διακρίσεις, και βαθιά υπόκλιση του Χόλιγουντ - υποψηφιότητες για Χρυσές Σφαίρες, BAFTA, Οσκαρ (με τον Τζέι Κέι Σίμονς να αποτελεί το σίγουρο στοίχημα της απονομής).
Καθόλου άδικα. Ο 29χρονος σκηνοθέτης, ο οποίος μικρότερος υπήρξε κι αυτός φιλόδοξος ντράμερ (μάλιστα λέγεται ότι ο χαρακτήρας του Φλέτσερ βασίζεται στον δικό του καθηγητή μουσικής στο γυμνάσιο), συνθέτει μία ταινία ηλεκτρισμένης έντασης και λεπτών διακριτικών αποχρώσεων, συνάμα. Αναρχη και απόλυτα πειθαρχημένη. Με δαιμονισμένο ρυθμό και σκεπτόμενες ανάσες. Με στιλιζαρισμένη αισθητική, πόρωση, πάθος, αλλά και μια μεστή ουσιαστική σιωπή από κάτω, να την κουβαλάς και να σε προβληματίζει. Ο Σαζέλ σκηνοθετεί σαν να έχει ενορχηστρώσει ένα κινηματογραφικό τζαζ αυτοσχεδιασμό κι ο ίδιος. Το βλέπεις να αναδιπλώνεται μπροστά σου, κι ό,τι μπορεί να νομίζεις άμετρο, είναι υπολογισμένο στην ακριβή του νότα.
Η μουσική στον κεντρικό άξονα της ταινίας, είναι η καρδιά της, αλλά και η μεγάλη της αφορμή. Γιατί από την μία μεριά, η αγάπη, η αυτοθυσία και η ολοκληρωτική αφοσίωση του Αντριου στην τέχνη του θυμίζει συγκινητικά «Τα Κόκκινα Παπούτσια»: μην τον ρωτήσετε γιατί θέλει να παίζει ντραμς, θα σας ρωτήσει γιατί αναπνέετε. Και πόσο εύστοχο, ακόμα και στον ευρύτερο συμβολισμό του, ότι πρόκειται για έναν ντράμερ – κάποιον που επί χρόνια θεωρούμε εμείς οι ανίδεοι τον πιο ακαλλιέργητο, κάπως βάρβαρο, λίγο τυχαίο μουσικό της ορχήστρας (θυμηθείτε πώς πολιτισμικά απεικονίζονται οι ντράμερ, από τα μουσικά ροκ βίντεο, μέχρι το σινεμά, μέχρι τα καρτούν – ναι, σαν τον Animal του Muppet Show).
Ο Σαζέλ λοιπόν επιλέγει να μας δείξει πόση σκληρή δουλειά, πόση ακαδημαϊκή μελέτη, πόση πρακτική πειθαρχία χρειάζεται για να εξελιχθείς – εκεί στο πίσω μέρος της σκηνής. Φετιχιστικά σχεδόν κοντινά στα ματωμένα στικς, στα πρησμένα χέρια του μαθητή, στους τόνους ιδρώτα που γεμίζουν τον αέρα και ποτίζουν τα κύμβαλα. Η διευθύντρια φωτογραφίας Σάρον Μίερ πλησιάζει αφοπλιστικά, συνεργάζεται με τον ήχο σε τέτοια αρμονία που τα πλάνα γεμίζουν όγκο, και, πάνω από όλα, δημιουργεί μία ατμόσφαιρα που η τζαζ δεν χρειάζεται να υπάρχει μόνο σε γοητευτικά ντεκαντάνς καταγώγια γεμάτα καπνό, αλλά συνεχίζει να είναι κινηματογραφική μέσα σε κλειστοφοβικά σπουδαστικά αμφιθέατρα. Κι όσο για τον μοντέρ, Τομ Κρος, το τέμπο που επιτυγχάνει (οι κοφτές φέτες που σπάει τη δράση, οι κορώνες έντασης στις σεκάνς), ώστε το συναίσθημα του θεατή να μπορεί να παρομοιαστεί μόνο με την παρακολούθηση ενός ντέρμπι τελικού στο τελευταίο πεντάλεπτο, είναι το λιγότερο μαεστρικό.
Υπέροχο entertainment λοιπόν. Υμνος στην μουσική και τους μουσικούς της - τους εργάτες και τις αυθεντίες της. Ενα 9λεπτο σόλο που μένει αυτόματα κλασικό. Ομως ο Σαζέλ δεν σταματά εκεί. Ο πραγματικός προβληματισμός της ταινίας δεν έχει να κάνει με την μουσική. Εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας ως θρίλερ ηθικής, βαθιά ριζωμένης στην κοινωνική μας παιδαγωγική, αλλά και αυτοεκτίμηση. Ως μία μετωπική σύγκρουση δάσκαλου-μαθητή, γονιού παιδιού, εαυτού με εαυτό. Τι σημαίνει επιτυχία, ποια είναι η πραγματική αξία του ταλέντου, ποια η χυδαιότητα του πρωταθλητισμού; Πόσο σου επιτρέπεται να φέρεσαι «Χωρίς Μέτρο» στον εαυτό σου ή τους άλλους για να ξεπεράσεις τα όριά σου, για να θριαμβεύσεις; Γιατί η μετρημένη ζωή ενός πατέρα, καθηγητή και φιλόλογου, μεταφράζεται ως συμβιβασμένη; Γιατί ένα genius κάθαρμα είναι... σκέτο genius;
Ο Σαζέλ θα μπορούσε να έχει καταλήξει με ένα διδακτικό μελό αν απαντούσε ξεκάθαρα σ' αυτά τα ερωτήματα. Αντ' αυτού γράφει ένα σενάριο που κι αυτό δεν υπακούει στις συνηθισμένες κλισέ 3 δραματουργικές πράξεις, αλλά σε σφυροκοπεί σε hi hat tempo σε 12 μέτρα. «Δεν υπάρχει πιο βλαβερή έκφραση στο λεξικό από το ''καλή προσπάθεια''» λέει σατανικά ο Φλέτσερ, στον Αντριου. «Νομίζει ότι ο Τσάρλι Πάρκερ θα είχε αφήσει ιστορία αν ο Τζο Τζόουνς δεν του είχε πετάξει κάποτε τα ντραμς στο κεφάλι;» Συμφωνείς στωικά με τον σαδιστή καθηγητή, καταννοείς ότι η τέχνη βγαίνει από boot camps μόχθου, αμέσως μετά επαναστατείς, οργίζεσαι, τον μισείς (δε θέλουμε παιδαγωγούς-bullies), λίγο αργότερα τον παραδέχεσαι ξανά, τον συγχωρείς, κάποιες στιγμές τον οικτίρεις αλλά τον καταλαβαίνεις, μετά διαφωνείς κάθετα και τον μισείς από την αρχή.
Κι αυτό γιατί έχουμε χρόνια στο σινεμά να δούμε έναν τόσο καλογραμμένο, σύνθετο χαρακτήρα «κακού». Κάποιον που να πατάει ακριβώς πάνω στην συλλογική, προβληματική ανατροφή μας που απαιτεί τους άξιους να ματώνουν. Κι ο Τζέι Κέι Σίμονς, σαν natural jazzman, τον ερμηνεύει με τονικότητες, κλίμακες, εναλλαγές. Είναι το ίδιο τρομακτικός στα ουρλιαχτά του, τις προσβολές, την απαξίωση και τον κοφτό, ατόφιο εξευτελισμό, όσο και στον υπόγειο σαρκασμό του, στην καμουφλαρισμένη πραότητα-ωρολογιακή βόμβα που θα σκάσει ανά πάσα στιγμή. Είναι σατανικός, είναι γοητευτικός, είναι μεγαλειώδης, είναι ανθρωπάκι. Ο επί δεκαετίες καρατερίστας του Χόλιγουντ (από το «Juno» στη τριλογία του «Spiderman» και πίσω στο «Αληθινό Θράσος») βρήκε το ρόλο που μπόρεσε να αποκαλύψει ολόκληρη τη στόφα του ταλέντου του και δικαίως θριαμβεύει στην οσκαρική κούρσα.
Στον αντίποδα, ο αδικημένος των βραβείων Μάιλς Τέλερ (ο οποίος έπαιζε ντραμς από 15 χρονών, αλλά για την ταινία μελετούσε 4 ώρες την μέρα επί 3 μήνες) ακροβατεί με γενναιότητα ανάμεσα στο να σπάσει τα στερεότυπα της κινηματογραφικής ενηλικίωσης και να σπάσει κι ο ίδιος κάτω από την πίεση μιας τέτοιας ερμηνείας. Μίας ερμηνείας σωματικής, εγκεφαλικής, συναισθηματικής. Παιδικά επαναστατικής και ενήλικα απογοητευμένης. Μιας ερμηνείας ωμής και μελετημένης.
Δεν ξέρουμε πώς το κατάφερε όλο αυτό ο Σαζέλ. Τόσες αντιθέσεις, τόσες ισορροπίες και ο ίδιος να κρατά την μπαγκέτα του μαέστρου καθοδηγώντας την ορχήστρα του σε αρμονία και σφιχτό έλεγχο. Τον φανταζόμαστε να γράφει το σενάριο, ή να κόβει στο μοντάζ, έχοντας μαζί του στο δωμάτιο τον προσωπικό του Φλέτσερ, ο οποίος δεν ανέχτηκε την παραμικρή απόκλιση από το μέτρο.