Θα μπορούσε να λεγόταν και «Οταν ο Γκάντι Επισκέφθηκε το «Downton Abbey» - με πρεμιέρα στο φετινό Φεστιβάλ Βερολίνου, εκτός συναγωνισμού, το φιλμ είναι ένα καθαρόαιμο «τρικάσετο», που με χαρά θα βλέπαμε παλιότερα ως μίνι-σειρά τριών βιντεοκασετών Σαββατοκύριακο στην τηλεόραση. Η νέα ταινία της Γκούριντερ Τσάντα του «Κάν'το Οπως ο Μπέκαμ», διανύει την απόσταση από ένα (όσο χρειάζεται) καταραμένο ρομάντζο εν μέσω εμφυλίου στην Ινδία του 1947, μέχρι απαλές αναφορές στο σύγχρονο προσφυγικό. Συν βρετανική αριστοκρατία και ορδές υπηρετών. Συν μια μεγάλη έπαυλη κι ένα λιγομίλητο, σοφό Γκάντι.

Η ιστορία τοποθετείται στο Νέο Δελχί το 1947, όταν καταφθάνει ο Λόρδος Μάουντμπατεν, με τη σύζυγό του, Εντουίνα και την κόρη τους, εντεταλμένος Αντιβασιλέας τού Γεωργίου ΣΤ', με μοναδική αποστολή να πραγματοποιήσει με ειρηνικό και ομαλό τρόπο την αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας από την Ινδία, την επιστροφή, δηλαδή, της (εξαιρετικά ασύμφορης, οικονομικά και πολιτικά, για τους Αγγλους), χώρας στο λαό της. Τα πράγματα δεν θα εκτυλιχθούν ακριβώς έτσι και η «παράδοση» θα σημάνει το μοίρασμα της χώρας, τη δημιουργία του μουσουλμανικού Πακιστάν, εμφύλιο με ανθρώπινο κόστος ένα εκατομμύριο ζωές και τεράστια μετακίνηση πληθυσμών.

Η ταινία, ωστόσο, λέγεται «Viceroy's House» κι όχι «Κάτω οι Αποικιοκράτες», γιατί παρακολουθεί πώς αποτυπώθηκαν τα γεγονότα αυτά στην επίσημη οικεία του Βρετανού Αντιβασιλέα στο Νέο Δελχί. Οσο εκείνος ζει στους πάνω ορόφους της πανέμορφης έπαυλης, με την οξυδερκή και ενωτική σύζυγό του, Εντουίνα και την έφηβη κόρη τους, από κάτω ζουν οι εκατοντάδες υπηρετών, Ινδουιστές, Μουσουλμάνοι και Σιχ, μικρογραφία της διχόνοιας που πλήττει όλη τη χώρα. Οι μεγαλύτερες προσωπικότητες της εποχής περνούν από το σπίτι, από τον Νεχρού ως τον Γκάντι, ενώ οικογένειες διαλύονται και η βία ξεσπά.

Σ' αυτές, βέβαια, τις αντίξοες συνθήκες, θα γεννηθεί ένας έρωτας, του γοητευτικού και ακέραιου υπασπιστή Τζιτ από το Πουντζάμπι και της πανέμορφης δασκάλας Αλία που είναι, όμως, μουσουλμάνα, λογοδοσμένη και πρέπει να φροντίζει και τον τυφλό πατέρα της. Ο έρωτάς τους θ' αντέξει την κοινωνική και θρησκευτική πρόκληση: θ' αντέξει, όμως, και τον ξεριζωμό;

Σκηνοθετημένο και φωτισμένο με την προσοχή μιας παραγωγής του BBC (που δεν είναι, αλλά είναι του BFI), μ' ένα απολαυστικό καστ στους κεντρικούς ρόλους, όχι μόνο τον ανερχόμενο Μανίς Νταγιάλ, αλλά κυρίως το ηγεμονικό ζεύγος Χιου Μπόνεβιλ - Τζίλιαν Αντερσον, με χιλιάδες κομπάρσους σε φυσικούς χώρους, η ταινία καμία σχέση δεν έχει με τη σωστή αποτύπωση της ιστορίας: οι οικογενειακές καταβολές και μνήμες, άλλωστε, της ίδιας της Γκούριντερ Τσάντα, τυλίγουν το φιλμ σ' ένα πέπλο συναισθηματισμού. Είναι, όμως, ένας ιδανικός πασατέμπος εύπεπτου μελοδράματος (με happy end, ας μην αστειευόμαστε!), για τον θεατή που, μετά, μπορεί να επιστρέψει ξεκούραστος και ανανεωμένος στις «αιχμηρές ταινίες του σήμερα», ως οφείλει.