Ο ρεπόρτερ Εντι Μπροκ προσπαθεί πεισματικά να καταστρέψει τον διαβόητο ιδρυτή του Life Foundation, τον ιδιοφυή Κάρλτον Ντρέικ, και αυτή η εμμονή επηρεάζει αρνητικά την καριέρα και τη σχέση του με τη σύντροφο του Αν Γουέινγκ. Καθώς ερευνά ένα από τα πειράματα του Ντρέικ, ο εξωγήινος συμβιωτής Venom εισχωρεί στο σώμα του Εντι, και έτσι ξαφνικά αποκτά υπερδυνάμεις, καθώς και την ευκαιρία να κάνει ό,τι θέλει. Διεστραμμένος, σκοτεινός, απρόβλεπτος και οργισμένος, ο Venom αφήνει τον Εντι να παλεύει με τις ανεξέλεγκτες ικανότητες του, τις οποίες, ομολογουμένως, βρίσκει συναρπαστικές. Οσο ο Εντι και ο Venom έχουν ανάγκη ο ένας τον άλλον για να αποκτήσουν αυτό που θέλουν, έρχονται πιο κοντά. Πού αρχίζει ο ένας και πού τελειώνει ο άλλος;

Οταν πρωτοκυκλοφόρησαν οι φήμες για μια ταινία με κεντρικό ήρωα έναν από τους πιο διάσημους κακούς του Spider-Man, τον Venom, αρκετοί ήταν εκείνοι που άρχισαν επιτέλους να ελπίζουν σε ένα είδος εξιλέωσης για την κινηματογραφική ενσάρκωση του χαρακτήρα, μετά την εμφάνισή του στο αρκετά... κακό «Spider-Man 3» του Σαμ Ράιμι.

Η είδηση, επιπλέον, πως η συγκεκριμένη ταινία θα αποτελεί την εισαγωγή στο Spider-Verse που ετοιμάζει η Marvel, ένα κινηματογραφικό σύμπαν πάνω στον κόσμο και τους χαρακτήρες του Spider-Man (κυρίως τους κακούς), με τον Τομ Χάρντι στον ρόλο του Εντι Μπροκ/Venom, έκανε πολλούς φαν να πιστεύουν πως με αυτόν τον τρόπο θα αποδοθεί ένα είδος δικαιοσύνης σε έναν από τους πιο παρεξηγημένους κακούς της.

Φευ, όμως, για όποιον ελπίζει αλλά δεν «φροντίζει».

Από τα πρώτα λεπτά κιόλας της ταινίας νιώθεις ένα είδος αμηχανίας βλέποντάς τη, σαν κάτι να έχει πάει στραβά. Και μετά από λίγο είσαι πια σίγουρος: το κινηματογραφικό σύμπαν της Marvel έχει κολλήσει τον ιό DC. Τα πάντα, από το ύφος της ταινίας μέχρι την δράση και τους διαλόγους της, δείχνουν σαν να τα διακατέχει ένα είδος σοβαροφάνειας και μιας ανεξήγητης έλλειψης φαντασίας, κάτι που δεν μας έχει συνηθίσει η Marvel ως τώρα. Ναι, πρόκειται για μια ταινία με κεντρικό χαρακτήρα έναν αντιήρωα, το origin story ενός κακού, και ίσως αυτό για κάποιους να αποτελεί δικαιολογία μιας πιο «σκοτεινής» ατμόσφαιρας, αλλά η έλλειψη ενός πραγματικά «καλού» ήρωα κάνει την ταινία να χάνει την ισορροπία της. Μοιάζει να φλερτάρει αναίτια, επίμονα και ριψοκίνδυνα πάνω σε κάτι πιο σκοτεινό και χωρίς ουσία.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα του «Venom» βρίσκεται στο σενάριο του. Ενα σενάριο ασυνάρτητο, που πετάει στα σκουπίδια κυρίως όλα όσα έχει καταφέρει να επιβάλλει σαν αφήγηση η Marvel τα τελευταία χρόνια. Από το πρώτο μέρος της ταινίας που προσπαθεί να σε εισάγει στον κόσμο του Εντι Μπροκ και των εξωγήινων συμβιωτικών, μέχρι τα περί κακών πολυεθνικών εταιρειών με διαβολικούς CEO και το φινάλε της, τα πάντα δείχνουν τόσο βαρετά που απλά σε κάνει να αδιαφορείς πλήρως για το ό,τι συμβαίνει με τους χαρακτήρες και την ιστορία.

Οι προθέσεις του σκηνοθέτη Ρούμπεν Φλάισερ, ο οποίος επιστρέφει στο σινεμά μετά από τους «Διώκτες του Εγκλήματος», πέντε χρόνια πριν, νιώθεις πως είναι καλές. Οχι όμως και αρκετές. Με το σεβασμό ενός πραγματικού fanboy, καταλαβαίνει απόλυτα την σχέση του Εντι Μπροκ με τον συμβιωτικό εξωγήινό του Venom και εκμεταλλεύεται πλήρως την δυναμική τους. Και είναι ακριβώς σε αυτές τις στιγμές που η ταινία καταφέρνει να γίνει η απενοχοποιημένη απόλαυση που θα όφειλε.

Αλλά όταν μπαίνει και η δράση στη μέση, μοιάζει σαν να τραβάει την ταινία πίσω αντί να την απογειώσει. Ανευρη ως το τέλος και χωρίς ίχνος έντασης, με τα πάντα σε αυτόματο πιλότο, από ένα κυνηγητό με αυτοκίνητα και μηχανές που κρατάει περισσότερο από όσο θα έπρεπε μέχρι και το μπάχαλο των κακών CGI της τελικής μάχης, όλα προσπαθούν να δείξουν πιο σοβαρά από ότι είναι...

Ολα εκτός από τον Τομ Χάρντι, ο οποίος αποδεικνύεται μακράν η καλύτερη επιλογή για να ενσαρκώσει τον Μπροκ στη μεγάλη οθόνη, δίνοντας στον χαρακτήρα του το θράσος και την γοητεία του κακού αγοριού που χρειάζεται για έναν τέτοιο ρόλο. Από την άλλη, οι Μισέλ Γουίλιαμς και Ριζ Αχμέντ δείχνουν να μην ταιριάζουν με τους ρόλους τους, και απλά είναι εκεί μόνο και μόνο επειδή η παραγωγή χρειάστηκε να έχει περισσότερά γνωστά ονόματα στα credits. Ειδικά η Γουίλιαμς δείχνει να είναι πραγματικά χαμένη ανάμεσα στις σκηνές της σαν να μην ξέρει που βρίσκεται και τι κάνει εδώ, ενώ η χημεία της με τον Χάρντι είναι απλά μηδαμινή.

Το «Venom» δεν είναι μια παταγώδης αποτυχία, και σίγουρα όχι μια ταινία τύπου «Spider-Man 3» κακή. Ομως είναι μια απογοήτευση, και αυτό ίσως πονάει περισσότερο τόσο τους φαν όσο και όσους πίστευαν πως ο συγκεκριμένος χαρακτήρας θα βρει επιτέλους την (κινηματογραφική) δικαίωση που του αξίζει. Πάρα τις ελάχιστες διασκεδαστικές στιγμές του, καταφέρνει να σου αφήσει μια πικρή γεύση στο τέλος. Tίποτα περισσότερο από μια πραγματικά χαμένη ευκαιρία για το Spider-Verse να μπει δυναμικά στο σύμπαν του MCU και να εδραιώσει την παρουσία του.