Οποιος γνωρίζει το σινεμά του Κυριάκου Κατζουράκη (το ντοκιμαντέρ «Ο Δρόμος για τη Δύση» του 2003, την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους «Γλυκιά Μνήμη» το 2005 και τις «Μικρές Εξεγέρσεις» του 2009) δεν θα παραξενευτεί από το γεγονός πως λίγη ώρα μέσα στο «Ussak» αρκεί για να αποκρυπτογραφήσεις τους προφανείς – κυρίως συμβολικούς - κώδικες με τους οποίους θα ειπωθεί αυτή η ιστορία.
Μια ιστορία που τοποθετείται σε ένα δυστοπικό μέλλον που φυσικά είναι η Ελλάδα του σήμερα, με ήρωες που προσπαθούν να επιβιώσουν στο περιθώριο μιας κοινωνίας που έχει χάσει εκτός από χρήματα και κάθε... ηθική, με πόρνες που κάνουν σεξ σε σφαγεία, άστεγους που απαγγέλουν Νίκο Καρούζο, μικροαπατεώνες που προσπαθούν να πιάσουν την καλή, αγρότες που παλεύουν με μεταλλαγμένους σπόρους, ξεπεσμένες drag queens, οργανώσεις πολλαπλών πολιτικών κατευθύνσεων, μικρά παιδιά που περιφέρονται χωρίς οικογένεια. μετανάστες που μοιάζουν χαμένοι σε μια χαμένη χώρα και μέλη ενός εν είδει Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που απεικονίζονται σαν κυβερνήτες μιας χώρας σε... κατοχή.
Ενδιαφέρουσα πινακοθήκη... ωμοτήτων για να μιλήσει κανείς για μια χώρα σε σήψη, ειδικά όταν ο Κατζουράκης αποπειράται να φωτίσει κάθε έναν από τους ήρωές του με τα χρώματα μιας μυθοπλασίας που παίζει με τους όρους του ντοκιμαντέρ ή και το αντίθετο - καταλήγοντας βεβαίως σε κάτι που μοιάζει περισσότερο με μια θεατρική παράσταση που εκτυλίσσεται σε φυσικό σκηνικό, όταν αυτό δεν είναι χώροι με βαριά σκηνογραφία ή επί τούτου φωτισμένο σαν θεατρική σκηνή.
Αφήνοντας έξω την απλοϊκή συλλογιστική περί των όσων αλλοτριώνουν (!) το ελληνικό σπόρο, ενδιάμεσα σε διακηρύξεις που θυμίζουν διδακτικό σινεμά που νόμιζες πως δεν υπάρχει πια, αλλά και το γεγονός πως στο σύμπαν αυτής της ταινίας όλα είναι βαριά (από το περπάτημα μέχρι τις ανάσες), επώδυνα (το σεξ δεν είναι ποτέ χαρά) και χωρίς καμία λογική συνέχεια (είναι αδύνατον να παρακολουθήσεις κάποιον ειρμό), ο Κατζουράκης προδίδεται κυρίως από την ίδια την υπερ-προσπάθειά του να είναι αυτή η ταινία μια τελεσίδικη κραυγή αγωνίας.
Στο μυαλό του αυτό γίνεται μόνο όταν όλα λέγονται με στόμφο και το απόλυτο γκροτέσκο καλύπτει κάθε υποψία συναισθήματος, σε μια ταινία που, έχοντας χάσει από την επιτήδευση τη δύναμη της να πείσει για όσα πασχίζει να συμπεριλάβει στον πολυπρισματικό της σύμπαν, συνεχίζει να δοκιμάζει τις αντοχές του θεατή, ακόμη κι όταν αυτός έχει ήδη εγκαταλείψει από πολύ νωρίς.