Ο Τζόνι Φάρελ, ένας νεαρός χρυσοδάκτυλος τζογαδόρος που καταφεύγει στο αμαρτωλό Μπουένος Αϊρες λίγο πριν το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, είναι από τους άντρες που πιστεύουν ότι «φτιάχνουν οι ίδιοι την τύχη τους». Ο μεσήλικας Μπάλιν Μάντσον, ένας παγερός ιδιοκτήτης τοπικού πολυτελούς Καζίνο, έχει όντως φτιάξει ο ίδιος την τύχη του: οι φιλοναζιστικές του επιχειρηματικές και πολιτικές κινήσεις, η σκοτεινή μαφιόζικη πλευρά του, ο γάμος του, μέσα σε μια μέρα, με την αμερικανίδα σεξοβόμβα Τζίλντα. Ο,τι γυαλίζει, έχει τη δύναμη να επιβάλλεται και να το αποκτά. Ο Μπάλιν προσλαμβάνει τον Τζόνι ως δεξί του χέρι στο Καζίνο και τον προσκαλεί να γνωρίσει τη σύζυγό του. Το μόνο που δεν ξέρει είναι ότι η ατίθαση κοκκινομάλλα τον παντρεύτηκε από ένα μείγμα ένστικτου επιβίωσης και καπρίτσιου: ο αμερικανός εραστής της της είχε ραγίσει την καρδιά. Κι αυτός, σ' ένα περίεργο γύρισμα της τύχης, δεν είναι ήταν άλλος από ...τον Τζόνι. Από τη στιγμή που βρίσκονται και οι τρεις στο ίδιο δωμάτιο, το βραδυφλεγές φυτίλι του ερωτικού δυναμίτη ανάβει και η ταινία ξεκινά...

Κατεστραμμένες πατρίδες, τυχοδιώκτες μετανάστες, μεταπολεμική απληστία. Ο Τσαρλς Βίντορ (όπως έκανε κι ο Χίτσκοκ στο «Notorious») σκιάζει την κοσμοπολίτικη εξωτική εικόνα του Μπουένος Αϊρες με το σκοτεινό ρόλο που έπαιξε στη λήξη του Β' Παγκόσμιου Πόλεμου. Εγκληματίες φασίστες έβρισκαν εκεί άσυλο για να σβήσουν το παρελθόν, να κρυφτούν στις ξέφρενες νύχτες της λατινοαμερικανικής πόλης, να ζήσουν απενοχοποιημένα, πλουσιοπάροχα, από την αρχή.

Μαζί τους κατέφθαναν και μικρότεροι παίκτες προς αναζήτηση νέας πατρίδας και, κυρίως, νέας παρτίδας. Μικροαπατεώνες, τυχοδιώκτες και μοιραίες γυναίκες που ήθελαν να πιστεύουν ότι τα κόλπα ή οι καμπύλες τους θα τους χαρίσουν μια εύκολη, τυχερή ζαριά στη Γη της Επαγγελίας. Λίγο όμως γνώριζαν ότι ήταν πολύ μικρά, αναλώσιμα πιόνια σ' έναν ευρύτερο ιστό διαφθοράς.

Αυτό το πλαίσιο βοηθά στο να καταλάβουμε την υπόγεια ένταση που χτίζει ο Βίντορ (με τη βοήθεια του φωτογράφου του Ρούντολφ Ματέ), αλλά ταυτόχρονα στο να κατανοήσουμε κάτι που μας καίει περισσότερο: γιατί ο ερωτευμένος μαζί της Τζόνι μισεί τόσο βαθιά την Τζίλντα; Γιατί του θυμίζει τον εαυτό του. Ενας υπέροχος δεύτερος χαρακτήρας, ένας ανώνυμος, ασήμαντος υπηρέτης στο Καζίνο, αποκαλεί τον Τζόνι συνεχώς «επαρχιώτη» - αποκαλύπτοντάς του, ξανά και ξανά, ότι δεν ξεγελά κανέναν με τα νεοαποκτηθέντα κουστούμια και την πλάνη εξουσίας του. Ετσι και η σαγηνευτική, σοκαριστικά αισθησιακή κοκκινομάλλα: μπορεί να πετά μαγκιόρικες ατάκες τινάζοντας τις μπούκλες της, αλλά δεν μπορεί να κρύψει την ανασφαλή, φοβισμένη κοπέλα που έχει μάθει να κάνει τα πάντα για επιβιώσει. Οταν οι δυο τους κοιτιούνται στα μάτια, αναγνωρίζονται. Και πώς θα αρχίσουν από την αρχή, πώς θα φορέσουν με άνεση τις μάσκες τους, αν κάποιος τους υπενθυμίζει το πραγματικό ποιόν τους; Πόθος και απέχθεια – το πραγματικό ζευγάρι της ταινίας.

Η Ρίτα Χέιγουορθ δέχτηκε αυτό τον ρόλο ενώ είχε ήδη καταξιωθεί στο Χόλιγουντ ως το σέξι θηλυκό pin up των μιούζικαλ της εποχής. Κι ο Βίντορ την έκανε αθάνατη – ειρωνικά για όλους τους «λάθος» λόγους. Η χυμώδης σιλουέτα της με το μαύρο στράπλες φόρεμα στόλισε αφίσες με ατάκες όπως «δεν έχει υπάρξει άλλη γυναίκα όπως η Τζίλντα». Οποιος ξαναδεί την ταινία θα προσέξει ότι στο μεγαλύτερο μέρος της φοράει λευκά. Αυτό δεν την κάνει λιγότερο αμαρτωλή ή επικίνδυνη. Βοηθάει όμως στο να σταθούμε λίγο και στην εκκωφαντικά βουβή μελαγχολία της. Οι βιτριολικές ατάκες της λαβώνουν το σκληρό αρσενικό, αν όμως κοιτάξει κανείς το πρόσωπο κι όχι τις καμπύλες της, θα δει ότι εκείνη πονάει περισσότερο. Αν η Χέιγουορθ αξίζει αιωνιότητας, είναι γιατί ερμήνευσε αριστοτεχνικά αυτή την διττή φύση της μοιρίας γυναίκας: την σεξουαλική έκρηξη και τη γυμνή θλίψη της.

Το θρυλικό «Put the Blame on Mame» στριπτίζ έρχεται προς το τέλος, όταν ο Τζόνι την έχει απορρίψει, εξευτελίσει κι έχει εξαφανιστεί από τη ζωή της. Φοράει το μαύρο σατέν φόρεμα, το κόκκινο κραγιόν και τα λικνίσματα των γοφών της σαν στολή εργασίας. Ανεβαίνει στην πίστα και τρελαίνει τα αρσενικά - για να αποδείξει ότι μπορεί. Ο χορός της είναι ιεροτελεστία εκδίκησης και αυτοκαταστροφής συνάμα. Γελάει και τα μάτια της κλαίνε. Παραδέχεται ότι είναι πόρνη για να τον αναγκάσει να παραδεχτεί ότι είναι αλήτης.

Η «Τζίλντα» έχει πολλές φορές αναλυθεί σε σύγκριση με την «Καζαμπλάνκα». Ισως γιατί και στις δύο ταινίες αμερικανοί (αντι)ήρωες βρίσκονται μεσοπολεμικά σε εξωτικά μέρη τζογάροντας τις ζωές τους. Ισως γιατί από όλα τα gin joints όλου του κόσμου, εκείνες μπαίνουν στο δικό τους. Ισως γιατί στο τέλος κανείς παίρνει την απόφασή του – μπαίνει ή όχι στο αεροπλάνο.

Κι εκεί κρύβεται η αδυναμία της ταινίας του Βίντορ. Χτίζει μία πολύ πιο απαισιόδοξη, πολύ πιο ωμή, πολύ πιο ενήλικη ταινία από την «Καζαμπλάνκα» αλλά επιλέγει ένα ζαχαρωμένο, φωτεινό τέλος. Τυχαίο, συνειδητό, ατόφιο, πίεση των στούντιο – δε θα μάθουμε ποτέ. Απλά πολλές φορές οι αποφάσεις στις ταινίες, όπως και στη ζωή, είναι λάθος.