Αρχές του ’90, στα προάστια του Οσλο, σε μια Ευρώπη που δονείται από τον απόηχο της πτώσης του τείχους του Βερολίνου. Η Κατρίνε, κόρη μιας Νορβηγίδας κι ενός Γερμανού φαντάρου από το στρατό κατοχής του Β’ Παγκόσμιου, ζει μια τακτοποιημένη, ευτυχισμένη ζωή, με τον άντρα της, τη μητέρα της, την κόρη και την εγγονή της. Η πτώση του τείχους του Βερολίνου επιτρέπει τη διερεύνηση των συνθηκών ζωής των «παιδιών του πολέμου» και την εκμετάλλευσή τους από το νορβηγικό κράτος, αλλά και τη Στάζι. Η επίμονη έρευνα ενός δικηγόρου θα φέρει τη ζωή της Κατρίνε στο χείλος της καταστροφής, αποκαλύπτοντας καλά κρυμμένα μυστικά.

Σε μια ταινία που πήρε μια δεκαετία για να γίνει και να βρει χρηματοδότηση – κυρίως λόγω της θεματολογίας της – οι Μάας και Κάουφμαν καταπιάνονται ταυτόχρονα με τα δυο πιο μελανά κεφάλαια της πρόσφατης γερμανικής ιστορίας: τον Ναζισμό και το καθεστώς του τρόμου της Ανατολικής Γερμανίας και της Στάζι. Μέσα από την ιστορία μιας γυναίκας και την ανάλυση των επιλογών της και των συνεπειών τους, το φιλμ μεταφέρει μια ολόκληρη, μακροχρόνια, σαθρή περίοδο καταπίεσης, βρώμικων κινήτρων και απάνθρωπων αποφάσεων.

Οσο ενδιαφέρουσα, ωστόσο, είναι η πραγματική ιστορία που περιγράφει η ταινία, λίγο γνωστή στις λεπτομέρειές της, καθηλωτική και απίστευτη, τόσο προφανές είναι το σενάριό της, η πλοκή του δράματος. Θέλοντας ν’ αξιοποιήσει τα συμβάντα του παρελθόντος για να μιλήσει για το παρόν, να σχολιάσει τις ζωές που βυθίζονται στο ψέμα, να διερευνήσει τις ανθρώπινες σχέσεις και την ισορροπία τους ανάμεσα στην αλήθεια και την ένοχη σιωπή, η ταινία αμελεί να εμβαθύνει στους ίδιους της τους ήρωες, να τους αναλύσει και να τους ερμηνεύσει, παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα των δράσεών τους χωρίς τις σχέσεις αιτιότητας, με αποτέλεσμα να μοιάζουν ρηχοί και σπασμωδικοί. Τα πραγματικά γεγονότα που περιγράφει το φιλμ προκαλούν το ενδιαφέρον του θεατή, οι ήρωές του όχι στ’ αλήθεια.

Σπάζοντας τη σύγχρονη δράση με τύπου Super-8 flash backs στο ’70, αντλώντας μια έντιμη ερμηνεία από την, συνήθως υπέροχη, πρωταγωνίστρια Γιουλιάνε Κέλερ, φέρνοντάς μας μια ευπρόσδεκτη επίσκεψη από τη Λιβ Ούλμαν, η ταινία μοιάζει αμήχανη στο να συγκροτήσει τη δράση της, πρόθυμη να περιγράψει, αλλά όχι να νιώσει.