H 40χρονη Mάρλο έχει ήδη δυο παιδιά: την 9χρονη Σάρα και τον 7χρονο, ιδιοσυγκρασιακό, Τζόνα. «Ιδιοσυγκρασιακό», όπως τον αποκαλούν στο ιδιωτικό σχολείο του, αποφεύγοντας να κοιτάξουν κατάματα την αλήθεια: την πιθανότητα μίας μορφής αυτισμού. Ο Ντρου, ο πατέρας των παιδιών και άντρας της Μάρλο, είναι γλυκός, τρυφερός και απών - λείπει όλη τη μέρα, παλεύοντας στη δουλειά. Κι εκείνη δουλεύει, απλά όχι τώρα – τη συναντάμε όταν έχει πάρει την άδεια εγκυμοσύνης της. Η Μάρλο είναι έτοιμη, από ώρα σε ώρα, να γεννήσει το τρίτο της παιδί. Σε μία επίσκεψή τους για δείπνο στο σπίτι του εκνευριστικού, νεόπλουτου αδελφού της, εκείνος της αποκαλύπτει το δώρο που σκέφτηκε να της κάνει για το νέο μωρό: μία βραδινή νταντά. «Ερχονται αργά το βράδυ, παραδίδεις το μωρό, πηγαίνεις κι εσύ για ύπνο, αναλαμβάνεις ξανά το πρωί». Εκείνη αρχικά αρνείται, δε θέλει μία άλλη γυναίκα να δεθεί με το μωρό της. Σταδιακά όμως, η εξάντληση, ο εκνευρισμός, η απόγνωση και η αϋπνία την οδηγούν να πάρει τηλέφωνο την «Τάλι». Η 20χρονη κοπέλα, μία ανεξάρτητη φοιτήτρια γεμάτη ενέργεια, έρχεται όσο όλοι οι υπόλοιποι κοιμούνται κι αποδεικνύεται μαγική. Οχι απλά περιποιείται την μπέμπα, αλλά καθαρίζει, μαγειρεύει, φτιάχνει γλυκά στα παιδιά. Συμπληρώνει όλα τα κομμάτια που λείπουν στη Μάρλο και τη βοηθά να γίνει η τέλεια μαμά και σύντροφος. Αυτό δεν είναι το ζητούμενο από μία γυναίκα στις μέρες μας; Μαγικά, να τα καταφέρνει όλα;

Η μεγαλύτερη επιτυχία της ταινίας είναι η χειρουργική ακρίβεια με την οποία η πένα της Ντιάμπλο Κόντι και το σκηνοθετικό βλέμμα του Τζέισον Ράιτμαν (στην τρίτη τους συνεργασία μετά τα «Juno» και «Young Adult») πέφτουν πάνω στην μητρότητα. Η σωστή θερμοκρασία που διατηρούν στη σάτιρα, αυτό το «non bullshit» χιούμορ, περιγράφοντας τον αγώνα απέναντι στις προσδοκίες όλων, την ανασφάλεια που ξαγρυπνά μαζί σου τα βράδια («δεν ξέρω τίποτα, είμαι η χειρότερη μάνα στον κόσμο»), τον παραμορφωμένο καθρέφτη του εαυτού σου. Δεν έχεις χάσει μόνο το σώμα σου ανάμεσα σε ραγάδες, «μωρουδιακό» λίπος, πρησμένες ρώγες. Εχεις (ξε)χάσει τον εαυτό σου. Αυτό όμως δεν είναι το αναμενόμενο; Δεν είσαι πια η Μάρλο, είσαι η μαμά της Σάρα, του Τζόνα και της Μία.

Αν με το «Juno», οι Κόντι και Ρέιτμαν είχαν παρουσιάσει μία νέα γραφή στην εφηβική κομεντί, μιλώντας για πολύ σοβαρά θέματα με το δικό τους αναρχικά αστείο τρόπο, αν το «Young Adult» ήθελε να αποκαθηλώσει μια για πάντα την εικόνα της επιτυχημένης ενηλικίωσης, το «Tully» έρχεται σαν τη ολοκλήρωση μίας άτυπης τριλογίας για να αποκαλύψει με αιρετική τόλμη κι αφοπλιστική ειλικρίνεια τι κρύβεται πίσω από το «θαύμα της μητρότητας». Δεν είναι μόνο η επιλόχειος κατάθλιψη, οι ορμονικές διαταραχές, η υστερία. Η Κόντι πλημμυρίζει την ταινία με μικρές και μικρότερες καυστικές λεπτομέρειες, κι ο Ράιτμαν φωτίζει τις στιγμές που συνθέτουν το σύνολο της μέρας μιας γυναίκας και μπορούν να την οδηγήσουν σε απόγνωση – από την έμμεση κριτική στην ουρά μιας καφετέρειας («έγκυος, καφεΐνη;»), το παιδί σου που πεισμωμένα δεν ντύνεται να φύγετε ενώ βιάζεστε, το ξεχειλωμένο από πράγματα πορτ παγκάζ που δεν κλείνει, τη διευθύντρια του δημοτικού σχολείου που σου τη λέει με politically correct ευγένεια, το χιουμοράκι του άντρα σου για την κατεψυγμένη πίτσα που του ετοιμάζεις στο φούρνο μικροκυμμάτων, μέχρι το κομμάτι lego που πατάς αργά το βράδυ, το πέμπτο πλυντήριο, το τζόγκινγκ στο πάρκο «για να χάσεις τα κιλά», στο οποίο καταρρέεις κι απλά κοιτάς τα νεαρά κορίτσια να σε προσπερνάνε. Αραγε ξέρουν, αυτά τα νεαρά κορίτσια, προς τα που τρέχουν κι αυτά; Τους το έχει πει κανείς, χωρίς καλλιγραφίες, έτσι όπως ακριβώς είναι;

Το μεγάλο επίτευγμα όμως της Κόντι είναι ότι δεν έχει γράψει ένα καταγγελτικό, σοβαροφανές σενάριο. Τα παιδιά είναι ευτυχία. Κανένα ερωτηματικό. Η Μάρλο αγαπά την οικογένειά της, αγαπά τον άντρα της, αγαπά το ρόλο της μάνας. Τον εαυτό της έχει σταματήσει να αγαπά. Το βλέμμα του Ράιτμαν πέφτει με τρυφερότητα πάνω στον Ντρου, τον άντρα που πάντα παραμένει παιδί και παίζει video games λίγο πριν κοιμηθεί, αναγνωρίζοντάς του και το δικό του καθημερινό μαραθώνιο αγώνα για να φροντίσει την οικογένειά του. Κανείς δε θέλει να αλλάξει τον ρου της ανθρωπότητας. Να συνεχίσουμε να ερωτευόμαστε, να φτιάχνουμε σπίτια, να κάνουμε παιδιά. Απλά να ξανασυζητήσουμε λίγο αν όλες αυτές οι διαφημίσεις με τις ατσαλάκωτες ασπροντυμένες οικογένειες, στα τέλεια σπίτια, όπου κανείς ποτέ δεν λερώνεται (ούτε το golden retriever), κι όλοι χαμογελούν και τρέχουν ανέμελα σε αργή κίνηση, μάς έχουν κάνει μεγάλο, ανεπανόρθωτο κακό;

Αντί επιλόγου, μία βαθιά υπόκλιση στη Σαρλίζ Θερόν. Στην καλύτερη ερμηνεία της μετά το «Monster», αποδεικνύεται για ακόμα μία φορά γενναιόδωρη, τολμηρή, μελετημένη και καθόλου νάρκισσος. Οχι μόνο γιατί δέχθηκε, ξανά, να παραμορφωθεί σωματικά (απαίτησε να πάρει 22 κιλά, σε ένδειξη σεβασμού προς κάθε λεχώνα εκεί έξω), επιδεικνύοντας με σθένος κοιλιές, προγούλια, πρησμένες με περιττό λίπος σακούλες ματιών. Αλλά για την αριστοτεχνική βάση που δίνει σε μικρές συμπεριφοριακές λεπτομέρειες – στον προσεκτικό τρόπο που τοποθετείται απέναντι στις καταστάσεις της Κόντι, στα κάδρα του Ράιτμαν. Εκείνη κρατά στιβαρά το χαλινάρι ώστε να μην ξεφεύγει η πρόζα σε γραφικές υπερβολές, καρικατούρες ή στόμφο. Εκείνη στηρίζει και γειώνει την «ανατροπή» της τρίτης πράξης. Εκείνη είναι η μάνα της ταινίας και τροφοδοτεί τον ομφάλιο λώρο της με ανάσες, αμηχανίες, φευγαλέα βλέμματα απελπισίας, καρδιά, αυτοσαρκασμό, αθυρόστομο χιούμορ, στοργή, κούραση, ζωή.