Στην πρώτη του live action σκηνοθετική απόπειρα, ο μέχρι τώρα έμπειρος αποκλειστικά στο animation Γιέον Σανγκ-χο δοκιμάζει τα δόντια του σε μια περιπέτεια επιβίωσης και τρόμου που βαδίζει στα αιματοβαμμένα ίχνη που άφησαν πριν από αυτόν στο σινεμά οι ορδές των εκατοντάδων κινηματογραφικών ζωντανών νεκρών. Και μολονότι δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, κατορθώνει να ξαναδώσει στο είδος το νεύρο και την αγωνία που μοιάζει –εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων– να έχει χάσει εδώ και αρκετό καιρό.

Χωρίς να ξοδέψει πολύ χρόνο σε αναλυτικές εξηγήσεις, το «Εξπρές» εισάγει βίαια τους θεατές και τους χαρακτήρες του σε έναν κόσμο που σχεδόν εν μία νυκτί μετατρέπεται σε χάος, όταν ένας μυστηριώδης ιός μετατρέπει όσους προσβάλλονται απ' αυτόν σε διψασμένα για σάρκα ζόμπι. Και εν μέσω αυτής της Αποκάλυψης, επιλέγει να ακολουθήσει τους επιβάτες μιας ταχείας αμαξοστοιχίας που κατευθύνεται από τη Σεούλ στο Μπουσάν, δίχως να έχουν ακόμα γνώση του τι συμβαίνει έξω, κι ενώ η κυβέρνηση αναγκάζεται να θέσει τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και να κηρύξει στρατιωτικό νόμο. Καθώς η επιδημία εξαπλώνεται ραγδαία στα βαγόνια του τρένου, οι ελάχιστοι επιζήσαντες θα προσπαθήσουν να μείνουν ζωντανοί με κάθε τρόπο μέχρι να φτάσουν σε έναν ασφαλή προορισμό. Ανάμεσά τους, ένας χωρισμένος χρηματιστής ο οποίος έχει υποσχεθεί στην παραμελημένη κόρη του να την πάει στη μητέρα της για την ημέρα των γενεθλίων της.

Υιοθετώντας για τα ζόμπι του μια εκδοχή πιο κοντά στην υβριδική (και υπερκινητική) μορφή των ζωντανών νεκρών που συναντήσαμε στο «28 Μέρες Μετά» του Ντάνι Μπόιλ και στο «World War Z» παρά στα υπνωτισμένα πρότυπα του Ρομέρο, ο Γιέον Σανγκ-χο αναλαμβάνει πρωτίστως να κρατήσει το κοινό στην άκρη του καθίσματός του μέσα από μια σειρά δεξιοτεχνικά ενορχηστρωμένων σκηνών δράσης, εκμεταλλευόμενος στο έπακρο το κλειστοφοβικό σκηνικό και προσφέροντας παράλληλα χορταστικό σπλάτερ σε ιδανικές δόσεις, χωρίς να καταφεύγει στην ακραία υπερβολή. Η τεχνική του αποδεικνύεται αρκούντως λειτουργική, με τη φρενήρη δράση να κάνει παύσεις μονάχα για να χτίσει ακόμα πιο έντονο σασπένς, καθώς οι ήρωές του χωρίζονται μέσα στην αναταραχή, ή σκαρφίζονται ριψοκίνδυνα τεχνάσματα προκειμένου να προσπεράσουν ολόκληρα βαγόνια γεμάτα με αιμοδιψείς νεκροζώντανους.

Πέρα από καθηλωτικό σινεμά είδους, όμως, που αξιοποιεί με ζήλο αλλά και φρεσκάδα όλα τα γνωστά κι αγαπημένα τρικ της κινηματογραφικής σχολής τρόμου, το «Εξπρές» είναι ταυτόχρονα μια όχι και τόσο διακριτική παραβολή πάνω στην απονέκρωση του καπιταλισμού και κατ’ επέκταση του ίδιου του σύγχρονου τρόπου ζωής. Αφοσιωμένος σχεδόν ολοκληρωτικά στο κυνήγι μιας απατηλής επιτυχίας, ο γιάπης πατέρας που αποτελεί τον άτυπο πρωταγωνιστή της ταινίας είναι χαρακτηριστικός εκπρόσωπος μιας συμπεριφοράς που υπαγορεύει την επιβίωση ως μια καθαρά προσωπική και εγωιστική υπόθεση. Η σχέση του με την κόρη του και μια χούφτα ακόμα ανθρώπους με τους οποίους αναγκάζεται να συμμαχήσει είναι αυτό που θα τον διαχωρίσει από όλους εκείνους που είναι διατεθειμένοι να πατήσουν κυριολεκτικά επί πτωμάτων προκειμένου να σώσουν το τομάρι τους.

Αν το κοινωνικό σχόλιο του Γιέον Σανγκ-χο μοιάζει απόλυτα εναρμονισμένο με το κλίμα της ταινίας αλλά και την παράδοση ενός είδους που αρέσκεται στις αλληγορίες, δεν μπορεί να πει κανείς το ίδιο για τις μελοδραματικές κορώνες στις οποίες εκτροχιάζεται το «Εξπρές των Ζωντανών Νεκρών» λίγο πριν το φινάλε. Και μπορεί το μελό να κατέχει πατροπαράδοτα περίοπτη θέση στο κορεάτικο σινεμά, ακόμα και σε είδη στα οποία φαντάζει ίσως παράταιρο στο δυτικό κοινό, ωστόσο η εμμονική προσκόλλησή του εδώ στον θεσμό της οικογένειας μοιάζει να ακολουθεί περισσότερο τις επιταγές των χολιγουντιανών μπλοκμπάστερ.

Ακόμα και με τις ατέλειές του αυτές, πάντως, το «Εξπρές των Ζωντανών Νεκρών» παραμένει μια συναρπαστική προσθήκη στο υποείδος των ταινιών με ζόμπι. Και παρά την παράλογη καθυστέρηση με την οποία καταφτάνει στις ελληνικές αίθουσες, αποτελεί μια όαση φρίκης για το εγχώριο κινηματογραφικό καλοκαίρι που μονοπωλείται από ακόμα πιο εφιαλτικές «κωμωδίες».