Κατά τους Ναπολεόντειους Πολέμους, στη μάχη για την πόλη της Σαραγόσα, ένας Γάλλος αξιωματικός καταφεύγει στον δεύτερο όροφο ενός πανδοχείου της Σιέρα Μορένα. Εκεί βρίσκει ένα μεγάλο βιβλίο με σχέδια. Παριστάνουν δυο άντρες κρεμασμένους σε αγχόνες και δυο γυναίκες ξαπλωμένες σε κρεβάτι. Ένας αξιωματικός του εχθρού επιχειρεί να τον συλλάβει αλλά καταλήγει να μεταφράζει το βιβλίο. Ανακαλύπτει έτσι, στο πρόσωπο του συγγραφέα, τον παππού του, λοχαγό των Βαλώνων, Αλφόνσο Φαν Βόρντεν. Ο παππούς Αλφόνσο εμφανίζεται, με δύο υπηρέτες, να αναζητεί τον πιο σύντομο δρόμο για τη Σιέρα Μορένα. Οι δυο άντρες τον προειδοποιούν ότι ο δρόμος που διάλεξε είναι επικίνδυνος. Φτάνει σ’ ένα φαινομενικά έρημο πανδοχείο, όπου όμως συναντά δυο Μαυριτανές πριγκίπισσες, που τον καλούν σ’ ένα μυστικό εσωτερικό δωμάτιο. Η Εμίνα και η Ζιμπέλντα τον πληροφορούν ότι είναι ξαδέλφες του και τον καλούν να παντρευτεί και τις δύο για να κληρονομήσει το θρόνο. Όμως οφείλει να προσυλητισθεί στο Ισλάμ. Εκείνος περιπαιχτικά τις αποκαλεί «φαντάσματα» και εκείνες του δίνουν να πιει μέσα σ’ ένα κρανίο. Κοιμάται και ξυπνάει στην εξοχή, δίπλα σε μια κρεμάλα και σωρούς από κρανία...