Παρά τη λογική που (θεωρητικά) κρύβει μέσα του η απόδειξη κάθε θεωρήματος, το πιο κρυπτικό φιλμ στο έργο του Πιερ Πάολο Παζολίνι παίζει διαρκώς, σχεδόν σαδιστικά, αλλά και με έναν εντελώς παράξενο τρόπο λυτρωτικά με τις διαφορετικές ερμηνείες που ταιριάζουν στην λιτή, ολιγόλογη (σχεδόν βωβή), χωρίς καμία διάθεση επεξήγησης ιστορία του. Αν αυτό κάνει το «Θεώρημα» μια πραγματικά σύνθετη ταινία ή ένα μάλλον απλοϊκό σημάδι της εποχής της, οφείλει να κριθεί πλέον με όρους που την απελευθερώνουν από στενές ιδεολογικές ερμηνείες που τη συνόδευσαν ήδη από τις μέρες της δημιουργίας της, κυρίως λόγω των αριστερών καταβολών του δημιουργού της και της μάλλον, σε πρώτο επίπεδο, διάθεσης και επιθυμίας για μια διαβρωτική κριτική στην μπουρζουαζία.

Η ταινία ξεκινάει από το τέλος - ή μάλλον μετά το τέλος, όταν, σε συνθήκες που προσομοιάζουν στην τεκμηρίωση και όχι στη μυθοπλασία, ένα εργοστάσιο στο Μιλάνο έχει πλέον παραδοθεί από τον ιδιοκτήτη του στους εργάτες, σε μια κίνηση που αφορά τον Τύπο κυρίως γιατί εκπλήσσει και ταυτόχρονα ορίζει το τέλος του καπιταλισμού όπως τον γνωρίζαμε. Ό,τι θα συμβεί μέχρι αυτή την απονενοημένη «δωρεά», αποτελεί τον κορμό του «Θεωρήματος», μιας βιβλικής μετά-παραβολής που θέλει μια οικογένεια βιομηχάνων να χάνει το κέντρο της με την αιφνίδια επίσκεψη (και συνεπακόλουθη ακόμη πιο αιφνίδια εξαφάνιση) ενός νέου αγοριού.

Ο Παζολίνι παίζει με τα σύμβολα. Και η ιστορία του που διαδραματίζεται στα μοντέρνα 60s είναι σαφές ότι βρίσκει τις καταβολές της στην Παλαιά Διαθήκη, στον αγγελιοφόρο που έρχεται (με τη μορφή του αγαπημένου στο παζολινικό έργο Νινέτο Ντάβολι) για να ειδοποιήσει για την άφιξη που θα αλλάξει τη ζωή όλων, καθώς αποσπάσματα από τη Βίβλο οργώνουν την έρημο που στο αλησμόνητο φινάλε θα έχει τη δική της συμμετοχή στην Αποκάλυψη. Απεσταλμένος του καλού ή του κακού, ο νεαρός που θα ξυπνήσει σε κάθε ένα μέλος της οικογένειας την επιθυμία για σαρκική επαφή, είναι ταυτόχρονα δεσμώτης και λυτρωτής, μια ιδέα θα έλεγε κάποιος που αν μπει βαθιά μέσα στο μυαλό σου μπορεί να καταστρέψει και να ξαναχτίσει τα πάντα.

Κάτι τέτοιο συμβαίνει στην οικογένεια του εργοστασιάρχη, καθώς ο γιος ανακαλύπτει την ομοφυλοφιλική και καλλιτεχνική του φύση, η κόρη αναγνωρίζει στον νεαρό τον καρπό του απογαλακτισμού από τους γονείς της, η μητέρα γίνεται το αντικείμενο ενός ανεξέλεγκτου πλέον πόθου και ο πατέρας θα πετάξει από πάνω του τα ρούχα της τάξης και των στερεοτύπων που αυτά κουβαλάνε για να βγει γυμνός στον κόσμο. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και στην υπηρέτρια που σε ένα παροξυσμικό ερωτικό ντελίριο θα είναι η μόνη που δεν θα συνευρεθεί σαρκικά με τον όμορφο επισκέπτη και έτσι θα πιστέψει αμαχητί στα θαύματα.

Οταν ο νεαρός θα φύγει, αυτοί οι πέντε άνθρωποι δεν θα είναι πια οι ίδιοι. Ο γιος θα εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία για να κυνηγήσει το όνειρο του, η κόρη θα πέσει σε κατατονικό κώμα κρατώντας στη χούφτα της (σχεδόν) το νόημα όλου του κόσμου, η μητέρα θα αναζητήσει κι άλλους νέους στους δρόμους της πόλης παραδομένη οριστικά στο φετιχισμό των ανδρικών ενδυμάτων στο πάτωμα και ο πατέρας θα χαρίσει το εργοστάσιο στους εργάτες του, βγαίνοντας ένας νέος άνθρωπος να ξανασυναντήσει την ανθρώπινη εξέλιξη. Σε παράλληλη δράση, η υπηρέτρια θα φύγει από το σπίτι των αφεντικών της, θα γίνει η ίδια μια θαυματουργή, άσπιλη Παναγία και θα αναληφθεί στους ουρανούς σε μια συλλογική παραίσθηση, πριν κλάψει για τις αμαρτίες όλων σκεπασμένη από το (άγιο) χώμα αυτού του κόσμου.

Τίποτα δεν είναι καθαρό στο «Θεώρημα». Τίποτα εκτός από τον καβάλο του Τέρενς Σταμπ που η κάμερα θα κοιτάξει πολλές φορές, καθώς τα αχόρταγα βλέμματα των μελών της οικογένειας ποθούν διακαώς να αγγίξουν με τα χέρια τους. Η φαινομενική κριτική στη μπουρζουαζία, λειτουργεί φυσικά στο επίπεδο του χαμένου νοήματος της ζωής που πυροδοτεί η σεξουαλική επιθυμία (so 60s), η διαδικασία όμως, και υπό το βάρος της καθολικής εκκλησίας και της έννοιας της αμαρτίας, μοιάζει μάλλον απελευθερωτική για ανθρώπους που μέχρι πρότινος δεν ήξεραν πως να εκφράσουν ακόμη και το πιο απλό συναίσθημα τους. Η αριστερή σάτιρα του Παζολίνι δεν μπορεί να είναι τέτοια, όταν το «Θεώρημα» ξετυλίγεται σαν ένα ποίημα, με μικρές στιχομυθίες που σημαίνουν το τίποτα και τα πάντα, και όταν στην καρδιά του κρύβεται περισσότερο μια υπαρξιακή αναζήτησή του μοντέρνου ανθρώπου προς την ελευθερία.

Αναρχο στη δομή του, κομματιασμένο από ένα σπασμωδικό μοντάζ, άλλοτε ελεγειακό (με υπόκρουση το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ) και άλλοτε υπαινικτικό (με την πρωτότυπη μουσική του ηνίο Μορικόνε), βαθιά ποιητικό σε φόρμα και φορμαλισμό, το «Θεώρημα» μοιάζει σήμερα τελείως ξεπερασμένο και απόλυτο μοντέρνο την ίδια ακριβώς στιγμή. Κάθε φορά που νιώθεις ότι ανήκει για πάντα στο μεγάλο βιβλίο της θεωρίας του σινεμά της δεκαετίας του ’60, τόσο η μινιμαλιστική του ματιά πάνω στο τρίπτυχο της επιθυμίας, της αμαρτίας και του θαύματος το φέρνει με ευθεία γραμμή στο σήμερα. Και κάθε φορά που νιώθεις ότι η αινιγματική του φύση είναι περισσότερο επιτηδευμένη από ότι κινηματογραφικά τελέσφορη, τόσο μια σκοτεινή ιστορία για ανθρώπους που χρειάζονται ένα βίαιο ξύπνημα για να κοιτάξουν με καθαρό βλέμμα τη ζωή τους θα παραμένει μια απλή, διάφανη πράξη που λούζεται στο φως.