Μία θυελλώδη νύχτα στο Σίδνεϊ, ένας νεαρός ιθαγενής δολοφονείται κατά τη διάρκεια ενός καυγά σε κάποιο μπαρ. Πέντε Αβοριγίνες, συμπολίτες του νεαρού κατηγορούνται για το φόνο και ο δικηγόρος Ντέιβιντ Μπάρτον, αναλαμβάνει την υπεράσπισή τους στο δικαστήριο. Ο Μπάρτον υποπτεύεται πως ο φόνος σχετίζεται με φυλετική τελετουργία και τιμωρία του νεκρού από τους ομοϊδεάτες του. Αυτό είναι κάτι που κανείς δεν συμμερίζεται, μιας και οι ιθαγενείς της πόλης δεν ανήκουν σε φυλές, ενώ ακόμη και οι κατηγορούμενοι αρνούνται το γεγονός με πείσμα. Παρόλα αυτά, ο Μπάρτον νιώθει πως βρίσκεται κοντά στη λύση του μυστηρίου, αίσθηση που ενισχύεται από περίεργα όνειρα με πλημμύρες, όνειρα που υποδηλώνουν έναν συσχετισμό μεταξύ των καιρικών συνθηκών και του φόνου. Οι ιθαγενείς πιστεύουν στα όνειρα και οι κατηγορούμενοι βλέπουν τον Μπάρτον να πλησιάζει στην αποκάλυψη του μυστικού τους, ενός αρχαίου οιωνού τεραστίων και ολέθριων καταστροφών.
Χωρίς κανένα ίχνος υπερβολής, η εμφάνιση του Πίτερ Γουίαρ στο αυστραλέζικο σινεμά των τελών της δεκαετίας του ’70 υπήρξε κάτι περισσότερο από καθοριστική. Οχι μόνο γι’ αυτό που έμελλε να ονομαστεί ως «αυστραλέζικο νέο κύμα», βάζοντας το σινεμά της ηπείρου στο διεθνή χάρτη, αλλά κυρίως γιατί χρειάστηκε το όραμα ενός σκηνοθέτη για ένα σινεμά που κράτησε τις δικές του αποστάσεις από την κουλτούρα του Χόλιγουντ, μέχρι τότε κυρίαρχη στις αυστραλέζικες αίθουσες, στρέφοντας ταυτόχρονα το βλέμμα του στην «αποκαλυπτική» ενδοχώρα της Αυστραλίας για να μιλήσει για πρώτη φορά για την ιδιοσυγκρασιακή σύγχρονη ταυτότητά της.
Ανεπίσημο κλείσιμο μιας τριλογίας που ξεκίνησε με το «The Cars that Ate Paris» (1974), την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Γουίαρ, και συνεχίστηκε με το «Μυστικό του Βράχου των Κρεμασμένων» (1975), το «Τελευταίο Κύμα» υπήρξε και αυτό με την μεγαλύτερη επίδραση, αφού έκανε για πρώτη φορά γνωστό το όνομα του σκηνοθέτη του στην Αμερική, εκεί που αργότερα θα διέπρεπε ισορροπώντας δεξιοτεχνικά ανάμεσα στο mainstream («Ο Κύκλος των Χαμένων Ποιητών») και το ολότελα προσωπικό του στιλ («The Truman Show»), κερδίζοντας τον τίτλο ενός από τους πλέον αυθεντικούς σκηνοθέτες των τελευταίων δεκαετίων.
Συνεχίζοντας σχεδόν από εκεί που σταμάτησε με το «Μυστικό του Βράχου των Κρεμασμένων» (μια ιστορία μυστηρίου βασισμένη στην αληθινή ιστορία της εξαφάνισης μιας ομάδας μαθητριών στο θρυλικό Hanging Rock), ο Πίτερ Γουίαρ στο «Τελευταίο Κύμα» μεταφέρει το μυστήριο στο σύγχρονο Σίδνεϊ, εισχωρώντας βαθιά μέσα στην πληθυσμιακή ποικιλία της Αυστραλίας με φόντο την αιώνια πάλη του ανθρώπου με τη φύση και την απειλή της «αποκάλυψης».
Θα αρκούσε και μόνο η αρχική σκηνή της ταινίας, όταν μια καθημερινή ευχάριστη μέρα σε ένα σχολείο του Σίδνεϊ διακόπτεται από μια ισχυρή καταιγίδα, για να καταλάβει κανείς πως αυτό που ενδιαφέρει τον Γουίαρ είναι να τοποθετήσει τον ανθρώπινο παράγοντα ανάμεσα στη Γη και τον Ουρανό, παρακολουθώντας σαν εξωτερικός παρατηρητής όσα θα συμβούν τη στιγμή της «μεγάλης σύγκρουσης». Ο Γουίαρ, όμως, θα προχωρήσει ακόμη πιο μέσα στην ενδοχώρα της Αυστραλίας φέρνοντας αντιμέτωπους δύο διαφορετικούς κόσμους (αυτόν των λευκών και των αβορίγινων) που δεν τους ενώνει τίποτα, εκτός από τη βίαιη και εξαναγκαστική ενσωμάτωση των δεύτερων στις δομές της κοινωνίας των πρώτων.
Με αφορμή ένα φόνο (αποτέλεσμα κι αυτός των καιρικών φαινομένων;), ο Γουίαρ αποκαλύπτει σιγά σιγά τα μυστήρια της ταινίας του. Αρχικά την ανεξήγητη σιωπή των αβορίγινων γύρω από τις λεπτομέρειες του φόνου και στη συνέχεια τα παράξενα όνειρα του λευκού δικηγόρου που έχει αναλάβει την υπεράσπιση τους. Και πάνω σε αυτό το δίπολο, χτίζει με μεθοδικότητα και δεξιοτεχνία ένα σχεδόν υπνωτικό ταξίδι στο μεταφυσικό, παίζοντας όχι μόνο με τους κανόνες της ταινίας τρόμου, αλλά και με οτιδήποτε ήταν γνωστό μέχρι εκείνη τη στιγμή για το είδος της ταινίας καταστροφής.
Ο τρόμος στο «Τελευταίο Κύμα» δεν προέρχεται από την αστυνομική ιστορία, ούτε από την στα τυφλά προσχώρηση του λευκού δικηγόρου στους θρύλους των αβορίγινων, αλλά από μια διαρκή αίσθηση απειλής που με βοηθό την απόκοσμη φωτογραφία και το υπόγειο ηχητικό soundtrack σε βυθίζει σε μια εφιαλτική ατμόσφαιρα όπου τα φαινόμενα απατούν, η αλήθεια μοιάζει κρυμμένη σε προαιώνια μυστικά και η αβέβαιης διάρκειας και κατάληξης διαδρομή του ήρωα θυμίζει υπαρξιακό θρίλερ με αρχέγονες προεκτάσεις.
Ταινία καταστροφής, περισσότερο για όσα οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες θεωρούν δεδομένα παρά για το κύμα του τίτλου του που αργά ή γρήγορα θα έρθει για να δώσει τέλος στα πάντα, το «Τελευταίο Κύμα» μεγαλώνει μέσα σου καθώς τα μυστήρια του πληθαίνουν, ελευθερώνοντας μια ανεξάντλητη εστία ανεξήγητου που λίγο πριν το φινάλε είναι αδύνατον πια να ξεχωρίσεις αν αυτό που βλέπεις είναι πραγματικότητα ή φαντασία, ένα πραγματικό κομμάτι μιας διχοτομημένης κοινωνίας ή ένα ονειρο.
Και είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο όπου ο Γουίαρ μεγαλουργεί παραδίδοντας μια σπουδή πάνω στο παρελθόν και το μέλλον της Αυστραλίας, κάνοντας τη σύγκρουση ανάμεσα στην πίστη των ιθαγενών και την αμφιβολία των λευκών ένα πεδίο μάχης όπου στο κέντρο της θυσιάζεται ευρηματικά η «φαινομενολογία» για χάρη μιας εσωτερικής αναζήτησης του νοήματος της ύπαρξης.
Ακόμη και όταν ο Γούιαρ παρασύρεται από το μυστήριο μέσα στο μυστήριο, αφήνοντας τελικά περισσότερα αναπάντητα ερωτήματα απ’ όσα αρχικά είχε προβλέψει (το ίδιο μοτίβο που βρίσκουμε και στο «Μυστικό του Βράχου των Κρεμασμένων»), το «Τελευταίο Κύμα» παραμένει μια από τις πιο σπάνιες κινηματογραφικές εμπειρίες του σύγχρονου σινεμά.
Μια ταινία που βιώνεται περισσότερο με τις αισθήσεις παρά με τη λογική, σαν ένα όνειρο που δεν μπορείς να αποφασίσεις αν θέλεις να σταματήσεις να βλέπεις επειδή μοιάζει πιο αληθινό και από έναν εφιάλτη ή επειδή δεν μπορούσες ποτέ να φανταστείς με πόση ομορφιά μπορεί κάποιος να μιλήσει για το τέλος του κόσμου.