Η Λούλου είναι ένα λαμπερό, ηδονιστικό, ακαταμάχητο θηλυκό. Μία χορεύτρια του βοντβίλ, ένα πολυτελές call girl της εποχής των αμαρτωλών τζαζ 20ς. Αντρες και γυναίκες μαγνητίζονται από την ομορφιά της και οδηγούνται στην αυτοκαταστροφή. Από τον Δόκτωρ Σεν, τον πλούσιο μεγαλοεκδότη εραστή της ο οποίος παγιδεύεται να την παντρευτεί, μέχρι τον γιο του Αλβα που την αγαπάει πιστά και εμμονικά, αλλά και την Κόμισσα Γκέσβιτς που την ερωτεύεται παράφορα και χωρίς ελπίδα. Η κοινωνική πτώση της Λούλου θα την οδηγήσει από τα Βερολινέζικα σαλόνια στους σκοτεινούς παράδρομους του Λονδίνου, όπου θα βρεθεί αντιμέτωπη με την καρμική τιμωρία της: τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη.

Βασισμένο σε δύο θεατρικά έργα του Φρανκ Βέντεκιντ, το αριστούργημα του Γκεόργκ Βίλχελμ Παμπστ αρχικά αγνοήθηκε, αλλά η αναβίωσή του το 1955 μέσα από το αφιέρωμα του Ανρί Λανγκλουά στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Παρισιού του έδωσε την πραγματική του θέση στην κινηματογραφική ιστορία.

Ο Παμπστ είχε συνθέσει κάτι πολύ προχωρημένο για το κοινό της δεκαετίας του 20. Μία σύνθετη τραγωδία αμοραλισμού, ερωτικής εμμονής, γυναικείας σεξουαλικότητας. Μία ηδονιστική ηρωίδα που η πατριαρχική κοινωνία ποθεί απεγνωσμένα και ταυτόχρονα συμπλεγματικά την τιμωρεί. Ενα σύμβολο λαγνείας που πυροδοτεί το ωμό ένστικτο, σε άντρες και γυναίκες (ο χαρακτήρας της Γκέσβιτς πρέπει να είναι η πρώτη λεσβία που καταγράφεται στο σινεμά) αλλά η άρχουσα ηθική οφείλει να το πατάξει.

Ο Παμπστ κύριος εκφραστής του κινηματογραφικού εξπρεσιονισμού ενορχηστρώνει το χάος του ερωτικού πόθου στο χαρούμενο πρώτο μέρος της ταινίας μέσα από τη βαβούρα του βοντβίλ, την σχεδόν κωμική παράδοση των αντρών στη σαγήνη της Λούλου, τα πλάνα που επιτρέπουν στους ηθοποιούς να κινούν και να απολαμβάνουν το σώμα τους. Σταδιακά, ο κόσμος της ταινίας σκοτεινιάζει, μαυρίζει, απειλεί. Οι κοινωνικές ενοχές, η αμείλικτη τιμωρία, η κατάληξη στα χέρια του Αντεροβγάλτη μοιάζει με κατάβαση της Λούλου στην κόλαση, που εκτός από το σεναριακό ρυθμό χτίζεται μέσα από κιαροσκούρο αντιθέσεις, λοξά κάδρα, ασφυκτικά κοντινά στα πρόσωπα των ηθοποιών. Ο Παμπστ παίζει με τα σύμβολο - κοινωνικά, θρησκευτικά- για να διηγηθεί ένα πρώιμο φεμινιστικό παραμύθι, το οποίο πήρε οστά (γιατί σάρκα είχε πάντα) 80 χρόνια μετά τη δημιουργία του.

Γιατί όμως επιβίωσε όλες αυτές τις δεκαετίες; Η απάντηση κρύβεται στο πιο σπιρτόζικο βλέμμα, στο πιο πονηρό χαμόγελο, στο πιο χαρακτηριστικό κατάμαυρο καρέ χτένισμα του βωβού σινεμά. Η Λουίζ Μπρουκς, η αποτυχημένη ηθοποιός από το Κάνσας, έκλεψε το ρόλο μέσα από τα χέρια της ανερχόμενης Μάρλεν Ντίντριχ και με τον αυθόρμητο νατουραλισμό της και τον πηγαίο, απροβάριστο αισθησιασμό της τον εκτόξευσε σε μυθικό cult σύμβολο. Είναι από τις πρώτες πρωταγωνίστριες που βλέπεις ορατό το άστρο τους: με το που βγαίνει στην αρχική σκηνή της, μοιάζει να ανάβει ένας αόρατος προβολέας στην οθόνη. Ακόμα και μέσα από τις φορμαλιστικές συνθήκες του βωβού, η κίνησή της είναι μαγνητική, τα μάτια της σε ξαφνιάζουν. Η μεγαλύτερή της όμως ερμηνευτική επίτευξη είναι η αθωότητά της. Η Λούλου της Μπρουκς είναι η πρώτη femme fatale στην ιστορία του σινεμά, χωρίς όμως να το γνωρίζει και η ίδια. Χρησιμοποιεί τον ερωτισμό της σαν να παίζει κάτι που της έχουν μάθει από μικρή. Παγιδεύει τα αρσενικά με τον τρόπο που ένα κοριτσάκι κλείνει στη χούφτα του μια χρυσόμυγα. Οταν αυτή όμως την τσιμπήσει, ξαφνιάζεται, πληγώνεται, ανοίγει τα χέρια και την κοιτά με απορία.

Η Πανδώρα κρατούσε το κουτί με τις ανθρώπινες δυστυχίες, ένα πονηρό δώρο των Θεών. Το άνοιξε κι έγινε το πιο μισητό μυθικό πρόσωπο, επιτρέποντας να προσδίδονται γυναικεία επίθετα σε κάθε τι τραγικό που μπορεί να μας βρει. Κανείς ποτέ δεν κατηγόρησε τους ίδιους τους Θεούς. Ή τουλάχιστον τον άντρα που σκαρφίστηκε τον μύθο.