Υπάρχουν ταινίες που σου χαρίζουν έστω και πρόσκαιρα ένα καταφύγιο από τον κυνισμό της περιρρέουσας πραγματικότητας, ταινίες που καταφέρνουν να σου εμφυσήσουν τον ανόθευτο και ανυπόκριτο ιδεαλισμό τους, που σε κάνουν να πιστεύεις ότι το Καλό στο τέλος θα κερδίσει ακόμα κι οταν όλα μοιάζουν βουτηγμένα μέσα στις σκιές και την ένοχη σιωπή. Μια τέτοια ταινία είναι το «To Kill a Mockingbird» από το μακρινό 1962, η οποία κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στη χώρα μας καθόλου τυχαία (αν και μαλλον ανέμπνευστα) με τον τίτλο Σκιες και Σιωπή κι επανέρχεται φέτος σε επανέκδοση κουβαλώντας πλέον το βάρος μιας θρυλικής κι εμβληματικής δημιουργίας κι ενός αναπόσπαστου μέρους του κανόνα του κλασικού αμερικανικού σινεμά.

Οι λογοτεχνικές καταβολές της ταινίας είναι εξίσου μυθικές: το ομότιτλο βιβλίο της Χάρπερ Λι κυκλοφόρησε το 1960 με τον ελληνικό τίτλο «Οταν Σκοτώνουν τα Κοτσύφια», κέρδισε το Βραβείο Πούλιτζερ, πούλησε πάνω από τριάντα εκατομύρια αντίτυπα παγκοσμίως, έγινε αγαπημένο ανάγνωσμα για πολλές διαδοχικες γενιές κι αντικείμενο πολλαπλών αναλύσεων και διδασκαλίας κι έμεινε στην Ιστορία ως ένα από τα ομορφότερα και σημαντικότερα δείγματα όχι μόνο της αμερικανικής, αλλά και παγκόσμιας λογοτεχνίας, ενώ μέχρι ένα μόλις χρόνο πριν από το θάνατο της συγγραφέα το 2016 στα 89 της χρόνια αποτελούσε το μοναδικό της δημοσιευμένο έργο.

Το 1962, μια εποχή έντονων κοινωνικών ζυμώσεων στην Αμερική κι ενώ ο αγώνας για τα πολιτικά δικαιώματα των μειονοτήτων έμελλε να κορυφωθεί, ο Ρόμπερτ Μάλιγκαν μετέφερε το «To Kill a Mockingbird» στο σινεμά, με παραγωγό τον Αλαν Τζ. Πάκουλα και πρωταγωνιστή τον Γκρέγκορι Πεκ, παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς για την εμπορική επιτυχία μιας ταινίας χωρίς ερωτική ιστορία και χωρίς δράση και μοναδικά της όπλα το προοδευτικό (ριζοσπαστικό για τα δεδομένα της εποχής) κοινωνικό της μήνυμα και τον ανθρωποκεντρισμό της. Κι όμως, η ταινία έγινε μεγάλη επιτυχία, έφτασε μέχρι τα Όσκαρ, όπου κέρδισε τρία από τα οχτώ χρυσά αγαλματίδια για τα οποία προτάθηκε (σενάριο, καλλιτεχνική διεύθυνση και -φυσικά- πρώτο ανδρικό ρόλο για τον υπέροχο πρωταγωνιστη της) κι ακολούθησε μια παράλληλη με το βιβλίο κι εξίσου θεαματική πορεία στην κατάκτηση μια περίοπτης θέσης στην ιστορία του κινηματογράφου.

Για όσους δεν έτυχε να δουν την ταινία (κι είναι τόσο τυχεροί που θα την ανακαλύψουν τώρα σε μεγάλη οθόνη) ή να διαβάσουν το βιβλίο της Λι, κεντρική ηρωίδα και αφηγήτρια της ταινίας είναι η μικρή Σκάουτ (Κιμ Στάνλεϊ) που μεγαλώνει στον αμερικανικό Νότο του οικονομικού κραχ και του έντονου ρατσισμού, περνώντας τις μέρες της με σκανταλιές παρέα με τον αδελφό της, εξερευνώντας το διπλανό σπίτι όπου ζει κλεισμένος ο παράξενος και μυστηριώδης Μπου Ράντλεϊ (ο Ρόμπερτ Ντιβάλ στον πρώτο κινηματογραφικό ρόλο της καριέρας του). Ο πατέρας τους, ο δικηγόρος Ατικους Φιντς (Γκρέγκορι Πεκ), αναλαμβάνει την υπεράσπιση στο δικαστήριο ενός φτωχού μαύρου που κατηγορείται για το βιασμό μιας λευκής. Ταγμένος στη δικαιοσύνη, την ηθική και την κοινή λογική, ο Ατικους είναι αποφασισμένος να υπερβεί την εχθρικότητα της κοινότητας και ν' αποδείξει στον εαυτό του και στα παιδιά του, αντίθετα με την τότε κοινή γνώμη, ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι απέναντι στο νόμο κι ότι ο καθένας έχει δικαίωμα στην υπεράσπιση.

Στο πρώτο, ηλιόλουστο μέρος της ταινίας, ο Μάλιγκαν στήνει αργά και μεθοδικά το μικρόκοσμο μέσα στον οποίο θα εκτυλιχθεί το δράμα, μέσα από την οπτική γωνία δύο μικρών παιδιών που ανακαλύπτουν τον κόσμο μαζί με το θεατή. Στην παιδική καρδιά δεν υπάρχει ρατσισμός, ούτε κακία, αλλά όλα είναι μια πιθανή αφορμή για μια νέα σκανδαλιά ή μια νέα περιπέτεια. Η αθωότητα όμως δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα, πόσο μάλλον σε μια κοινωνία βασισμένη στην ανισότητα και τις διακρίσεις, κι οι σκιές του μίσους και του φόβου που τόσο υπαινικτικά υποδηλώνονται θα φανερωθούν απροκάλυπτα στο δεύτερο και κορυφαίο μέρος της ταινίας, που επικεντρώνεται στη δίκη του φτωχού Αφροαμερικανού Τομ Ρόμπινσον. Εκεί η αίθουσα του δικαστηρίου θα γίνει η μικρογραφία ολόκληρης της αμερικανικής κοινωνίας: οι Λευκοί παρακολουθούν τη δίκη χωριστά από τους Μαύρους, οι οποίοι εξοστρακίζονται στοιβαγμένοι στους εξώστες, το σώμα των ενόρκων αποτελείται αποκλειστικά από λευκούς που έχουν ήδη βγάλει την ετυμηγορία τους κι ο Άτικους Φιντς, στην αριστουργηματική εννιάλεπτη κορύφωση της ταινίας, θα μιλήσει για το αυτονόητο τεκμήριο της αθωότητας και το αναφαίρετο δικαίωμα όλων σε μια δίκαιη δίκη, σε έναν από τους πιο ανατριχιαστικούς και συγκλονιστικούς μονολόγους στην ιστορία του κινηματογράφου. Οσα ακολουθούν στο τρίτο μέρος είναι ήσσονος δραματουργικής σημασίας και βαρύτητας συγκριτικά, αποτελούν όμως το ρεαλιστικό επιμύθιο για έναν κόσμο που ο ιδεαλισμός δικαιώνεται ακόμα και με τη συντριβή του.

Στον καλύτερο ρόλο της καριέρας του, ο Γκρέγκορι Πεκ καταφέρνει να μετατρέψει τον Ατικους Φιντς σε αρχετυπικό ήρωα με τη στιβαρή του παρουσία κι αυτη τη σπίθα της (από)γνωσης στο βλεμμα που διακατέχει όλους αυτούς που επωμίζονται το ηρωικό έργο να επιφέρουν την αλλαγή, υπογραμμίζοντας τα αυτονόητα σε έναν κόσμο βουτηγμένο στο μίσος. Δωρικός και τρυφερός ταυτόχρονα, μαχητικός και στωικός, ελέγχει απόλυτα κάθε φθόγγο και κάθε δευτερόλεπτο των σιωπών του και ισορροπεί μαεστρικά ανάμεσα στο πάθος και στη λογική, που ανεπιτυχώς προσπαθεί να εμφυσήσει στη μισαλλόδοξη πόλη του.

Διαχρονικό και επίκαιρο όσο ποτέ, το «To Kill A Mockingbird» είναι μια κατ’ εξοχήν αμερικανική ταινία, διαποτισμένη από όλα τα φιλελεύθερα ιδεώδη και ιδανικά για μια κοινωνία κι ένα κράτος ισονομίας, ισοπολιτείας και σεβασμού των δικαιωμάτων όλων των μειονοτήτων, το οποίο ξεπερνά σοφά κι επιδέξια το σκόπελο της αφέλειας (ακόμα και στους κυνικούς καιρούς μας) γιατί καταφέρνει να διατηρεί άσβεστη τη φλόγα του ιδεαλιστικού της πάθους, την οποία προσωποποιεί σε μία από τις πλέον αλησμόνητες φιγούρες που πέρασαν ποτέ από τη μεγάλη οθόνη.

Ο Ατικους Φιντς του Γκρέγκορι Πεκ θα σε κοιτάει για πάντα πίσω από τα αυστηρά κοκκάλινα γυαλιά του, διεκδικώντας κι απαιτώντας δικαιοσύνη. Εσύ θα μπορέσεις να του αντισταθείς;