Ο Ρομέν Γαρβάς ανήκει στην γενιά των σκηνοθετών που ποτέ δεν είδαν την ενασχόλησή τυς με την διαφήμιση ή τα video clip σαν αναγκαίο κακό, ως μια δουλειά που πρέπει να κάνουν προκειμένου μια μέρα να κάνουν «σοβαρό σινεμά», αλλά αντίθετα ως μια ευκαιρία να γυμνάσουν τους σκηνοθετικούς τους μυες και στην πορεία να δημιουργήσουν αξιομνημόνευτα μικρά αριστουργήματα σε διαφορετικά αφηγηματικά μέσα.

Η πρώτη του μεγάλου μήκους «Θα Ερθει η Μέρα και για Μας», έδειξε πως ο Γαβράς ο νεότερος, κατέχει με το παραπάνω την γλώσσα των εικόνων, τώρα με το καινούριο του φιλμ, κάνει σαφές ότι έχει ωριμάσει σε κάποιον που ξέρει να κάνει ολοκληρωμένο, δυναμικό, αξιοθαύμαστο σινεμά.

Με ένα σενάριο που παρατάσσει γνώριμα στοιχεία σε καινούρια σειρά, επανευφευρίσκει τυπικούς χαρακτήρες του είδους με φρεσκάδα και παίρνει απροσδόκητες στροφές με τον πιο πετυχημένο τρόπο, το «Le Μonde Εst a Τoi» έχει ότι χρειάζεται για να κάνει μια μεγάλη crossover επιτυχία, όντας την ίδια στιγμή απόλυτα ιδιοσυγκρασιακό.

Η ιστορία του είναι γεμάτη πολύχρωμους και απολαυστικούς χαρακτήρες, αλλά έχει στο κέντρο της έναν μάλλον «άχρωμο» μα απόλυτα αξιαγάπητο ήρωα. Ο Φαρές του Καρίμ Λεκλού είναι ένας μικροεγκληματίας μέλος μιας ελαφρώς ερασιτεχνικής σπείρας στα προάστια του Παρισιού ο οποιος ονειρεύεται μια τίμια ζωή ως αντιπρόσωπος της γρανίτας Mr Freeze στην Βόρεια Αφρική. Οταν όμως ανακαλύψει ότι η μητέρα του Ντανί (μια Ιζαμπέλ Ατζανί σε υπέροχη over the top φόρμα) έχει παίξει στον τζόγο όλες τις οικονομίες του που της είχε εμπιστευτεί, θα δεχτεί την πρόταση του αφεντικού του να κάνει ένα τελευταίο ταξίδι στην Ισπανία για να φέρει πίσω ένα φορτίο χασίς.

Μαζί με τον πρώην φίλο της μητέρας του που είναι πεπεισμένος ότι όλες οι θεωρίες συνομωσίας είναι πραγματικές και μια νεαρή συνεργάτιδά της μου μοιάζει να νοιάζεται μόνο για την πάρτη της, θα δοκιμάσουν να φέρουν εις πέρας μια αποστολή που δείχνει να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Ο Σκοτσέζος ντίλερ θα εξαφανιστεί με τα χρήματά τους και η μητέρα του που θα έλθει να βοηθήσει θα αποφασίσει πως η καλύτερη λύση θα είναι να απαγάγουν την κόρη του. Κι αυτό δεν θα είναι παρά μόνο η αρχή σε μια ιστορία που ξεφεύγει από τις ράγες κάθε λογικής σε μια ξέφρενη κούρσα προς την κωμική υπερβολή.

Ομως το φιλμ δεν καταλήγει ποτέ στον γκρεμό της φάρσας και την ίδια στιγμή κατορθώνει να σε κάνει να παίρνεις την αγωνία και τα thrills της απόλυτα στα σοβαρά. Τουλάχιστον όταν δεν γελάς μαζί του. Κι αν ο Καρίμ Λεκλού ως ο μόνος «κανονικό» χαρακτήρας σε αυτή την συλλογή ιδιαιτεροτήτων σηκώνει το βάρος της ταύτισης του θεατή, γρήγορα ανακαλύπτεις πως ο Γαβράς κατορθώνει να δώσει σε όλους τους πρωταγωνιστές του σχήμα πέρα από τους ελαφρώς στερεοτυπικούς τους ρόλους, να γεμίσει το περίγραμμά τους με εξαιρετικά ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες.

Και κυρίως ξέρει να κάνει σινεμά που πάλλεται από ενέργεια ρυθμό και ένταση, γεμάτο από αξιομνημόνευτες σκηνές που κάποιες έχουν τις ρίζες τους στην γλώσσα των βίντεο κλιπ του αλλά όλες είναι απόλυτα και πάνω απ΄όλα κινηματογραφικές. Δεν είναι εκεί μόνο για να εντυπωσιάσουν ή για την αισθητική τους αρτιότητα μα γιατί εξυπηρετούν την αφήγηση με ουσιαστικό τρόπο ακόμη κι αν την στιγμή που τις βλέπεις δεν καταλαβαίνεις απολύτως το γιατί.

Κι όταν το rollecoaster ride της ταινίας ολοκληρωθεί, μετά από μια διαδρομή που έχει χώρο για την δράση την αγωνία, το γέλιο, τις ήσυχες στιγμές, ακόμη και την απρόβλεπτη τρυφερότητα ανακαλύπτεις πως μια ταινία μπορεί να είναι φτιαγμένη με σκοπό να διασκεδάσει την ίδια στιγμή τον δημιουργό της και μαζί και τον θεατή. Διότι με κάποιο τρόπο μπορείς να φανταστείς τον Ρομέν Γαβρά να διασκεδάζει στα γυρίσματα της ταινίας σχεδόν όσο και ο θεατής της.

Κι όπως λέει το κλισέ, αυτό βγαίνει προς τον κόσμο.