Μια νεαρή Γιαπωνέζα εντοπίζει τον Λόγκαν στον Καναδά και τον πείθει να την ακολουθήσει στο Τόκιο. Εκεί τον περιμένει ο Γιασίντα, ο άνθρωπος που έσωσε το 1945 την ημέρα της έκρηξης της ατομικής βόμβας στο Ναγκασάκι για να του προσφέρει τη θνητότητα που επιθυμεί και να του ζητήσει να προστατεύσει από τη γιαπωνέζικη μαφία την εγγονή και κληρονόμο του Μαρίκο.

Ισως τελικά ο Wolverine να μην μπορεί να σταθεί κινηματογραφικά χωρίς τους Χ-Men.

Να μια διαπίστωση που έρχεται να επιβεβαιώσει και η δεύτερη - αγωνιώδης αυτή τη φορά - προσπάθεια του ίδιου του Χιου Τζάκμαν και της Marvel να γυρίσουν την ταινία που θα του αξίζει, μετά το φιάσκο του «X-Men Origins: Wolverine» του 2009.

Ο,τι πήγε στραβά σε εκείνη την πρώτη ταινία (κυρίως το γεγονός πως τίποτα δεν σε ενδιέφερε στην ιστορία του Wolverine), επαναλαμβάνεται σε μικρότερο βέβαια βαθμό κι εδώ, όσο κι αν το σενάριο, ο Τζέιμς Μάνγκολντ στη σκηνοθεσία και ο Χιου Τζάκμαν προσπαθούν να δώσουν στον ήρωα τους μια υπαρξιακή διάσταση και να διορθώσουν το «λάθος» του αθάνατου Wolverine, κάνοντας τον εδώ τρωτό και άρα εκ των πραγμάτων ένα πιο ενδιαφέρον κινηματογραφικό πλάσμα.

Δεν θα κατηγορούσε ποτέ κανείς τον Τζέιμς Μάνγκολντ επειδή επέλεξε να κινηματογραφήσει μια ταινία βασισμένη σε κόμικ σαν να επρόκειτο για μια απόλυτα γήινη, νουάρ και απαλλαγμένη από οποιαδήποτε ποπ αναφορά περιπέτεια.

Οπως δεν θα κατηγορούσε ποτέ κανείς τον Χιου Τζάκμαν που για δεύτερη φορά στη σόλο εμφάνιση του στο σινεμά ως Λόγκαν, παραμένει ένας απίστευτα γοητευτικός, σέξι και φανερά τραυματισμένος (από το παρελθόν, τη μεταλλαγμένη του φύση, την ίδια τη ζωή, ποιος ξέρει τι άλλο...) ήρωας.

Οι κατηγορίες πρέπει να αποδοθούν αρχικά σε ένα σενάριο που ενώ διασκευάζει μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες του ήρωα, αυτή των περιπετειών του στην Ιαπωνία που κυκλοφόρησαν το 1982 και τις τοποθετεί μετά τα γεγονότα του «X-Men: The Last Stand», δεν εκμεταλλεύεται το σκηνικό του Τόκιο, εξαντλούμενο σε επαναλαμβανόμενες σκηνές μάχης με τα μέλη της Γιακούζα και μόνο μια μικρή αναλαμπή πραγματικής japonais δράσης στη σκηνή με τους τοξοβολείς νίντζα που είναι και η καλύτερη της ταινίας.

Το ίδιο σενάριο, θέλοντας προφανώς να πείσει πως αυτή τη φορά ο Wolverine δεν είναι ένας χάρτινος ήρωας, αλλά διαθέτει και ένα βάθος που μπορεί να φτάνει μέχρι και τα όρια του μεταφυσικού, χρησιμοποιεί εντελώς άστοχα το λάιτ μοτίφ της παρουσίας της Τζιν Γκρέι – Φάμκε Γιάνσεν που σαν φάντασμα (είχε πεθάνει στο τέλος του «X-Men: The Last Stand») έρχεται να υπενθυμίσει στον Λόγκαν τη φύση του, σε ένα διαρκές δίλημμα ανάμεσα στην αθανασία και τη θνητότητα που από τις τόσες φορές που αναφέρεται καταλήγει άθελά του σε αστείο.

Μετά από μια εντυπωσιακή αρχική σκηνή με φόντο την έκρηξη στο Ναγκασάκι και τη Χιροσίμα και μια ακόμη αμέσως μετά όπου ο Λόγκαν αποδέχεται τη φύση του ως ένα άγριο ζώο μπροστά σε μια πληγωμένη αρκούδα, από τη στιγμή που η δράση μεταφέρεται στην Ιαπωνία, είναι λίγα όσα κάνουν την περιπέτειά του ενδιαφέρουσα και άξια να γεμίσει δύο ώρες κινηματογραφικού χρόνου.

Για κάθε συναρπαστική action scene (όπως αυτή στο τρένο με τα μαχαίρια), το «Wolverine» απαντάει με μια σειρά διαλογικών σκηνών που δεν διαθέτουν χιούμορ ή κάποιου είδους ατμόσφαιρας εκτός από αυτή της αξιοπρεπούς σκηνοθετικής διεκπεραίωσης.

Και για κάθε καλή στιγμή του Χιου Τζάκμαν που επιβεβαιώνει πως θα είναι για πάντα ένας μοναχικός κυνηγός της αγνότητας μέσα σε μια ανθρώπινη ζούγκλα απληστίας, το «Wolverine» διαθέτει έναν από τους χειρότερους κακούς που είδαμε πρόσφατα σε ταινία υπερηρώων στο πρόσωπο της παντελώς αδιαφορης Viper – Σβετλάνα Κοντσένκοβα, η οποία στα χέρια κάποιου άλλου σκηνοθέτη (και μιας άλλης ηθοποιού) θα μπορούσε να προσφέρει όλο το κομίξικο fun που λείπει από αυτήν εδώ την ιστορία.

Η μόνη πραγματικά φρέσκια νότα σε ένα φιλμ που μοιάζει να παραδίδεται όσο περνάει η ώρα στην ανία, είναι η Γιούκιο, η μυστηριώδης Γιαπωνέζα που θα τραβήξει τον Wolverine μέχρι το Τόκιο και ο μοναδικός χαρακτήρας σε όλη την ταινία που έχει μια διαδρομή, πλαισιώνοντας με νόημα τα διλήμματα και τις εσωτερικές συγκρούσεις του Λόγκαν.

Αν υπάρχει ένας και μόνο λόγος για να πορωθεί κανείς με το «Wolverine», αυτός βρίσκεται μετά τους τίτλους τέλους, όταν μια σκηνή προπομπός του «Days of Future Past» του Μπράιαν Σίνγκερ, στην οποία πρωταγωνιστούν ο Μαγκνέτο - Ιάν ΜακΚέλεν και ο Ξαβιέ - Πάτρικ Στίουαρτ, θα τοποθετήσει τον Wolverine στο μοναδικό (κινηματογραφικό) σύμπαν που τον κάνει να μοιάζει πραγματικά συναρπαστικός: ανάμεσα στους «X-Men».

Μόνος του, συνεχίζει και εδώ να μοιάζει πιο λίγος απ' όσο πραγματικά είναι.