Μπρατισλάβα, δεκαετία του ’80. Μία φαινομενικά ευχάριστη και καλόκαρδη δασκάλα μπαίνει στην καινούργια της τάξη και συστήνεται στους μαθητές της. Οταν έρχεται η δική τους ώρα για να συστηθούν, η δασκάλα τούς ζητά να αναφέρουν επίσης τι δουλειά κάνουν οι γονείς τους. Ανάλογα με την επαγγελματική θέση του καθενός, η δασκάλα θα αρχίσει να ζητά χάρες και να χειραγωγεί τους ενήλικες και τα παιδιά για το προσωπικό της συμφέρον. Ποιος, εξάλλου, θα καταγγείλει μια γυναίκα με τόσο στενούς δεσμούς με το κυρίαρχο κομμουνιστικό κόμμα;

«Είμαστε άνθρωποι. Πρέπει να βοηθάμε ο ένας τον άλλο» λέει κάποια στιγμή η δασκάλα του τίτλου, καμουφλαρισμένη πίσω από μια απατηλά μελιστάλαχτη ευγένεια. Μόνο που με το «βοηθάμε» εννοεί τις μυριάδες αγγαρείες και εξυπηρετήσεις που ουσιαστικά εκβιαστικά εξαναγκάζει να της κάνουν οι μαθητές της (αλλά και οι γονείς τους), κρατώντας σε ομηρία τη σχολική τους επίδοση και ενίοτε την ίδια τους την αξιοπρέπεια και την ψυχική ισορροπία.

Οσοι υπακούσουν θα επιβραβευτούν με πολύτιμες πληροφορίες για τα θέματα πάνω στα οποία θα εξεταστούν – τους υπόλοιπους περιμένει μια καθημερινότητα γεμάτη ψυχολογική βία και συνεχείς εκβιασμούς, που δεν αργούν να δηλητηριάσουν όχι μόνο τους βαθμούς τους αλλά και την οικογενειακή τους γαλήνη.

Σε μια άλλη εποχή, η συμπεριφορά της οπορτουνίστριας δασκάλας δεν θα έμοιαζε καθόλου παράταιρη σε οποιαδήποτε χώρα επιρρεπή στην αθάνατη παράδοση των ρουσφετιών και των πελατειακών σχέσεων, όπως και η ίδια η Ελλάδα, είναι όμως ακόμα πιο ασύδοτη στην Τσεχοσλοβακία του 1983, όπου οι λαμπρές διασυνδέσεις με το κομμουνιστικό κόμμα δίνουν στην αδίστακτη εκπαιδευτικό την υπεροχή για να εκμεταλλευτεί με κάθε τρόπο τους αδύναμους να αντιδράσουν μαθητές της, προβάλλοντας επιφανειακά την προσωπικότητα μιας ευάλωτης αλλά περήφανης χήρας στρατιωτικού.

Στις καλύτερες στιγμές τους, όπως στο υπέροχο «Divided We Fall» του 2000 (σουρεαλιστικά μεταφρασμένο στην Ελλάδα ως «Παιχνίδια Διχασμού και... Εγκυμοσύνης»), που τους έφερε μέχρι τις υποψηφιότητες για το Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, ο παραγωγικότατος Τσέχος σκηνοθέτης Γιαν Χρέμπεκ και ο σταθερός συνεργάτης και σεναριογράφος του, Πετρ Γιαρκόφκι, επιτυγχάνουν μια λεπτή ισορροπία μεταξύ δραματικού και κωμικού, προσωπικού και πολιτικού. Στις χειρότερες, πάλι, υποκύπτουν ενίοτε στις σειρήνες ενός ελαφρώς πιο χοντροκομμένου, αλλά σχεδόν πάντα απολαυστικού λαϊκού σινεμά.

Στην ιστορία της «Δασκάλας» (βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα από τα παιδικά χρόνια του σεναριογράφου), οι ικανότητές τους αυτές, ομολογουμένως καταγεγραμμένες στο DNA του ίδιου του τσεχοσλοβάκικου σινεμά, το οποίο κατάφερνε πάντα να μπολιάσει με ανθρωπιά και υποδόριο χιούμορ ακόμα και τις πιο τραγικές ιστορίες πολέμου και καταστροφής, βρίσκουν το ιδανικό υλικό και τη χρυσή τομή, προσφέροντας μια ανάλαφρη αλλά οξυδερκή σάτιρα πάνω στα κακώς κείμενα και τη ρευστή ηθική που έβρισκε πρόσφορο έδαφος στο πολιτικό κλίμα και τα καθεστώτα των χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ.

Και ευτυχώς, σε αντίθεση με το παρελθόν και με λιγότερο τυχερούς συμπατριώτες του δημιουργούς, ο Χρέμπεκ δεν χρειάζεται πια σήμερα να καμουφλάρει το αιχμηρό πολιτικό του σχόλιο πίσω από αλληγορίες ή σουρεαλιστικά ευρήματα. Ομως πέρα από την παιχνιδιάρικη (έστω κι αν η τραγωδία παραμονεύει στην ευαίσθητη παιδική ψυχοσύνθεση) και γεμάτη ειρωνεία σάτιρα μιας συγκεκριμένης εποχής και μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας, ο Χρέμπεκ και ο Γιαρκόφσκι ενδιαφέρονται να καυτηριάσουν τη γενικότερη ανθρώπινη ροπή προς την κατάχρηση εξουσίας και –ακόμα πιο εύστοχα– τη συλλογική ευθύνη και τη συχνά υποτιμημένη συνέργεια της σιωπής και της αδιαφορίας.

Υπόδειγμα ευφυούς αλλά απόλυτα προσιτού σινεμά που γνωρίζει καλά τα όρια και τις φιλοδοξίες του, η «Δασκάλα» προσφέρει μια εξαιρετική αναπαράσταση της περιόδου, διανθισμένη με ακαταμάχητα ρετρό ταπετσαρίες, αλλά δεν σταματά εκεί. Μοιρασμένη και δομημένη ανάμεσα στο παρόν μιας μυστικής συνάντησης γονέων, με πρωτοβουλία της διευθύντριας, προκειμένου να αποφασίσουν να υπογράψουν καταγγελία εναντίον της, και στα φλας μπακ των γεγονότων που οδήγησαν ως εκεί, η ταινία ξεγυμνώνει σταδιακά όχι μόνο το ξεπέρασμα των ορίων από τους εκπροσώπους της εξουσίας, αλλά και την παθητική στάση ή τον φόβο που χαρακτηρίζει τους αποδέκτες της εύνοιας ή των απειλών της. Μια παθογένεια διαχρονική όσο και το ίδιο το ανθρώπινο είδος, όπως αποδεικνύει και ο σαρδόνιος τρόπος με τον οποίο ο Χρέμπεκ επιλέγει να κλείσει την ταινία του.

Οσο για την τιμημένη με το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας στο Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι, Ζουζάνα Μορέρι, αξίζει μια θέση στο πάνθεον των σπουδαίων κακών της κινηματογραφικής ιστορίας, εμπλουτίζοντας ωστόσο τη μακιαβελική και δολοπλόκα συμπεριφορά της ηρωίδας της με την ανθρώπινη πλευρά μια μοναχικής γυναίκας, αρκετή για να ξεγλιστρήσει με άνεση από τη μονοδιάστατη φιγούρα ενός τέρατος στο ολοκληρωμένο πορτρέτο ενός τρισδιάστατου χαρακτήρα που, όπως τόσοι και τόσες άλλοι πριν (και μετά) από αυτήν αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν τις περιστάσεις προς όφελός τους, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις γύρω τους.