Κάπου ανάμεσα σε πολιτικούς που επιθυμούν να «αξιοποιήσουν» τον ορυκτό πλούτο της χώρας έναντι αμοιβής, θύματα σωματεμπορίας που καταλήγουν στα πορνεία της χώρας και μπάτσους που εκμεταλλεύονται μετανάστες, ξεκινά μια ιστορία εκδίκησης που θα τα ανατρέψει όλα. Ο Αχιλλέας μισθώνεται από τον διαπλεκόμενο μεγαλοδημοσιογράφο Μάριο Σφήκα να κάνει παράνομες παρακολουθήσεις. Οταν, όμως, ο φακός του καταγράφει ένα σκηνικό που ξεπερνά την ηθική του, παραιτείται. Και όσα ακολουθούν μυρίζουν βενζίνη, φόβο και αίμα. Διεφθαρμένοι πολιτικοί, αστυνομικοί, επιχειρηματίες ανταγωνίζονται σε ένα παιχνίδι εξουσίας και τα θύματα είναι πολλά, αλλά σχεδόν ποτέ ανυπεράσπιστα. Οταν όλα γύρω καταρρέουν, η οργή είναι το μόνο κίνητρο που μπορεί να κρατήσει κάποιον ζωντανό.

Απαίδευτη στα κινηματογραφικά είδη, η ελληνική κινηματογραφία αρχίζει να επενδύει τελευταία στο νουάρ, ίσως γιατί ήδη από τις απαρχές του αυτό υπήρξε το είδος που μπορούσε να εκφράσει καλύτερα μια σκοτεινή εποχή, γεμάτη λαβυρινθώδεις διαδρομές και υπόγειες συναλλαγές που συνθλίβουν κάθε έννοια του καλού...

Ενα σκοτεινό – φωτισμένο από ημίφως και νέον διαθλάσεις - νεο νουάρ επιλέγει ως κινηματογραφικό είδος και ο Δημήτρης Τζέτζας για την πρώτη του φιλόδοξη σκηνοθετική απόπειρα, χαρτογραφώντας ένα κόσμο όπως αυτόν της Αθήνας της κρίσης που κινείται στις παρυφές της νομιμότητας, που διακινεί ανθρώπινες ζωές και που από τη θέση των ισχυρών παίζει την τύχη μιας χώρας στα ζάρια, προτάσσοντας το οικονομικό συμφέρον και την πλήρη έλλειψη οποιασδήποτε αίσθησης ηθικής.

Και το κάνει με άποψη και σκηνοθετική μαεστρία που άλλοτε υπερβάλλει προς τον εντυπωσιασμό και άλλοτε χτυπάει διάνα στη δημιουργία ατμόσφαιρας, αλλά που σε κάθε περίπτωση δημιουργεί ένα ολόκληρο σύμπαν που σε απορροφά όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον κεντρικό του ήρωα – έναν παίχτη του συστήματος που θα βρεθεί ερήμην του μόνος εναντίον όλων, όταν θα αποφασίσει πως όλα όσα καταγράφει με την καμερά του είναι το μεγάλο λάθος που πρέπει να διορθώσει με κάθε τρόπο.

Αν το «The Republic» δεν γίνεται ποτέ τίποτα περισσότερο από μια αξιέπαινη προσπάθεια ενός πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη που εκμεταλλεύεται ορθά το ενισχυμένο μπάτζετ, υπηρετεί με αφοσίωση τη σινεφιλία και τη λατρεία του για τα κόμικ του και χτίζει υποσχέσεις για το μέλλον, αυτό οφείλεται σε ένα ισχνό σενάριο που ρέπει με ηδονή προς το γκροτέσκο, περιγράφει αλλά δεν χτίζει ποτέ χαρακτήρες και ακόμη και στις ελάχιστες ευπρόσδεκτες στιγμές που αυτοακυρώνεται, παίρνει υπερβολικά σοβαρά τον εαυτό του.

Χωρίς πραγματικό υλικό, ο Δημήτρης Τζέτζας φοράει σιδερωμένους τους κανόνες ενός νουάρ πάνω στην ιστορία του και παλεύει - τις περισσότερες φορές μάταια - να φέρει τους γνωστούς και ικανούς ηθοποιούς του στο να υπήρετήσουν το είδος με επάρκεια.

Σε όλη τη διάρκεια των 112 λεπτών που διαρκεί το «The Republic», ο Τζέτζας δοκιμάζει κορυφώσεις και διαφορετικούς κάθε φορά ρυθμούς, παραμένοντας καλύτερος στις χαμηλόφωνες στιγμές του κεντρικού ηρωά του παρά στις κορώνες της δράσης και της κοινωνικής καταγγελίας που κραυγαλέα λειτουργούν μάλλον εις βάρος της υπνωτιστικής ατμόσφαιρας που από μόνη της λέει περισσότερα απ’ όσα «φωνάζει» το σενάριο για ένα κόσμο πουλημένο στη διαφθορά και τους μοναχικούς αγωνιστές που θα θυσίαζαν ακόμη και τη ζωή τους για να αλλάξουν έστω κάτι προς ένα καλύτερο και πιο δίκαιο κόσμο.