Ο Mάικλ, ένας εξαίρετος σπουδαστής ιατρικής συναντά την πανέμορφη δασκάλα χορού Ανα στα τέλη του 1914. Η αρμένικη κληρονομιά τους θα τους φέρει κοντά, αλλά σύντομα εκείνος θα συγκρουστεί με την τωρινή αγάπη της Άνας , έναν Αμερικανό φωτοδημοσιογράφο, που είναι αποφασισμένος να εκθέσει όλη την αλήθεια για τη γενοκτονία των Αρμενίων. Όσο η Οθωμανική Αυτοκρατορία καταρρέει, τόσο πιο έντονα οι τρεις τους θα χρειαστεί να τιθασεύσουν τα πάθη τους, προκειμένου να σωθούν.
Η Γενοκτονία των Αρμενίων από τους Τούρκους κατά την διάρκεια της περιόδου του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αποτελεί μια από τις πιο μελανές σελίδες της σύγχρονης ιστορίας. Είναι όμως και ένα από τα θέματα εκείνα, τόσο ευαίσθητο και σοβαρό, που ελάχιστοι σκηνοθέτες είχαν την τόλμη να αγγίξουν. Και εδώ ο Τέρι Τζορτζ, 10 χρόνια μετά την επιτυχία του «Hotel Rwanda», επιστρέφει πάλι σε μια σκοτεινή και επώδυνη περίοδο όχι όμως για να παραδώσει ένα μάθημα ιστορίας εικονογραφώντας τα γεγονότα της περιόδου εκείνης, αλλά φιλτράροντάς τη με το δράμα που περνάει η αγάπη ενός ερωτικού τριγώνου στα χρόνια εκείνα του πολέμου.
Ο Τζορτζ δεν ενδιαφέρεται σχεδόν καθόλου για την ιστορία των Αρμενίων την περίοδο εκείνη. Για αυτόν τα τραγικά εκείνα γεγονότα αποτελούν απλά το σκηνικό μιας αδύναμης ερωτικής ιστορίας και των ανιαρών συγκρούσεων που βρίσκονται στο επίκεντρό της, που όχι μόνο μοιάζουν τυποποιημένες αλλά, ακόμα και από την αρχή της ταινίας κιόλας, πέφτουν σε ρηχούς και φθηνούς μελοδραματισμούς. Τόσο φθηνούς μάλιστα που από ένα σημείο και μετά γίνονται και εκνευριστικά χυδαίοι, καταλήγοντας στα επίπεδα σαπουνόπερας, ενώ ακόμα και ο ίδιος φαίνεται ανίκανος να διαχειριστεί όλο αυτό με έναν τρόπο που θα σε παρασύρει, τουλάχιστον, συναισθηματικά.
Προσπαθώντας να βάλει μέσα όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα μπορεί για να δικαιολογήσει, μάταια, τα 133 λεπτά της, η ταινία χάνει γρήγορα την ροή της καθώς υπάρχουν σημεία που απλά μπαίνει σε ένα αψυχολόγητο fast forward ενώ κάποια άλλα τραβούν περισσότερο από όσο χρειάζεται κάνοντας τα να φαίνονται αχρείαστα και περιττά. Αλλωστε η μοίρα του ερωτικού αυτού τριγώνου είναι προσχεδιασμένη, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, πριν καν ξεκινήσει η ταινία. Ακόμα και όταν, στις ελάχιστες στιγμές της, επικεντρώνεται στην φρίκη του πολέμου, το κάνει με έναν τρόπο τόσο κλισέ, βεβιασμένο και άτολμο που γρήγορα χάνει το νόημα και την όποια κινηματογραφική του αξία.
Στο επίκεντρό όλων αυτών βρίσκονται οι χαρακτήρες του, που ποτέ δεν καταφέρνουν να πάρουν σάρκα και οστά και να γίνουν κάτι παραπάνω από τις καρικατούρες που τους θέλει να είναι το, κακογραμμένο κατά τα άλλα, σενάριο. Χαρακτήρες που κάνουν την εμφάνισή τους σε μια σκηνή, μόνο και μόνο για να πεθάνουν στην επόμενη, ή να χάνονται μέσα στην δίνη παράλογων συνθηκών, απογυμνώνουν το φιλμ από την οποία δραματουργία του. Ακόμα και οι Κρίστιαν Μπέιλ και Οσκαρ Αϊζακ, οι οποίοι προσπαθούν με νύχια και με δόντια να δώσουν ερμηνείες άξιες των ονομάτων τους σε μια ταινία που φαίνεται να μην την ενδιαφέρει κάτι τέτοιο, μοιάζουν ανήμποροι να την σώσουν από την καταστροφική της πορεία.
Η «Μεγάλη Υπόσχεση» είναι ένα φιλμ το οποίο θα έπρεπε να ήταν σαρωτικό, τόσο ως προς τα ιστορικά γεγονότα που θέλει να καλύψει όσο και στην ερωτική ιστορία που θέλει να αφηγηθεί. Μοιάζει όμως να είναι ξεκρέμαστο και άβολα μελό μπροστά σε ένα κοινό που μάταια προσπαθεί να βρει τρόπους να συγκινηθεί ή να νιώσει, έστω και περιστασιακά, την συναισθηματική δύναμη που κρύβεται πίσω από αυτό, κάνοντας τα ιστορικά γεγονότα της περιόδου εκείνης να μοιάζουν ως κάτι το ευτελές και υποτιμώντας ταυτόχρονα τις εκατομμύρια ζωές που χάθηκαν με ένα βαρετό ρομάντζο. Και αυτό είναι ό,τι χειρότερο.