Ο Λουίς Μπουνιουέλ πάντα απέρριπτε κάθε απόπειρα ανάλυσης κι ερμηνείας στο έργο του και διασκέδαζε αφάνταστα από την εποχή του «Ανδαλουσιανού Σκύλου» κιόλας, όταν διάβαζε φωναχτά και γελώντας παρέα με τον Νταλί αποσπάσματα από τα δημοσιεύματα για την ταινία, με τις προσπάθειες των κριτικών να προσεγγίσουν ένα έργο τόσο αταξινόμητο, πολύσημο, προκλητικό, πολεμικό, σατιρικό, συμβολικό και σε κάθε περίπτωση σουρεαλιστικό, το οποίο αψηφά τους κανόνες της συμβατικής αφήγησης και της λογικής αλληλουχίας για να παραδοθεί στο τυχαίο, στο παράλογο και στο απροσδόκητο του μυστηρίου της ζωής.

Ο «Γαλαξίας» του 1969 είναι μια ταινία απολύτως αταίριαστη με την εποχή της, αλλά αποτελεί τελικά μια απαραίτητη προσθήκη στο τολμηρό του όραμα, νομοτελειακά ταιριαστή στη φιλμογραφία του σκηνοθέτη. Γιατί δύο χρόνια μετά την τεράστια επιτυχία της «Ωραίας της Ημέρας» και στον απόηχο του επαναστατικού Μάη του 68 το τελευταίο πράγμα που θα περίμενε κανείς από τον Μπουνιουέλ ήταν ένα οδοιπορικό στην ιστορία της χριστιανικής πίστης και δη στο επίσημο δόγμα της Καθολικής εκκλησίας και στις διάφορες αιρέσεις που αναδύθηκαν και ξεχάστηκαν ανά τους αιώνες, τελικά όμως πρόκειται για μία δημιουργία που όχι μόνο βρίσκεται σε άμεσο διάλογο με την εποχή της αμφισβήτησης από την οποία ανέκυψε, αλλά αποτελεί κι ένα από τα πιο προσωπικά του έργα αναφορικά με τη σχέση του με τη θρησκεία, μία θεματική που υποδόρια ή έκδηλα διατρέχει όλο το έργο του.

Στο επίκεντρο της φυγόκεντρης αφήγησής του, ο Μπουνιουέλ (μαζί με τον σεναριογράφο και συνεργάτη του Ζαν Πολ Καριέρ) τοποθετεί δύο ζητιάνους, τον Πιερ και τον Ζαν, οι οποίοι ξεκινούν από τη Γαλλία το οδοιπορικό τους για το Σαντιάγο Ντε Κομποστέλα της Γαλικίας στην Ισπανία, ο καθεδρικός ναός του οποίου αποτελεί έναν από τους πιο εμβληματικούς και ιερούς τόπους προσκυνήματος για χιλιάδες καθολικούς, αφού εκεί βρίσκονται τα λείψανα του Απόστολου Ιακώβου, τα οποία (υποτίθεται πως) ανακαλύφθηκαν ως εκ θαύματος στην περιοχή τον έβδομο αιώνα μ.Χ. Από την αρχή, όμως, καθίσταται σαφές ότι αυτός ο δρόμος του προσκυνήματος κάθε άλλο παρά γραμμικός θα είναι, αφού καταλύεται κάθε είδος αφηγηματικής συνοχής και χωροχρονικής συνέχειας και οι δύο ζητιάνοι θα συναντήσουν σ’ αυτή τη σουρεαλιστική κι απολαυστική πορεία τους μορφές και φιγούρες από διάφορες χώρες και χρονικές περιόδους, ενώ η αφήγηση θα παρεκτραπεί σε αναπαραστάσεις ιστορικών και μη γεγονότων που καλύπτουν όλο το φάσμα της ιστορίας της Καθολικής πίστης και των σχετικών με αυτήν αιρέσεων στο πέρασμα των αιώνων, όσο θίγονται παράλληλα τα πιο κομβικά σημεία (αμφισβήτησης) του επίσημου καθολικού δόγματος.

Η εμβρίθεια της έρευνας των Μπουνιουέλ και Καριέρ στην ιστορία του Χριστιανισμού είναι πραγματικά εντυπωσιακή, ο Ισπανός σκηνοθέτης, όμως, αποφεύγει τον σκόπελο του ακαδημαϊσμού και της στείρας αναπαραγωγής αυτού του ανεξάντλητου όγκου πληροφοριών μετουσιώνοντας όλες αυτές τις διακειμενικές αναφορές σε μια ανελέητη σάτιρα που αντιμετωπίζει το θέμα της απολύτως σοβαρά για να καταδείξει όλες τις ενδογενείς αντιφάσεις της επίσημης θρησκείας και των παρακλαδιών της, που οδηγούν στο φανατισμό και τη μισαλλοδοξία. Τίποτα δεν μένει στο απυρόβλητο, όσο παρελαύνουν στην οθόνη ιεροεξεταστές, γιανσενιστές που μονομαχούν με ιησουίτες, η Πόρνη της Βαβυλώνας, ο Διάβολος (πιθανώς), ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ, ένα μικρό αγόρι με στίγματα στα χέρια και σημάδια από ακάνθινο στεφάνι στο μέτωπο, ο ιδρυτής της πρώτης χριστιανικής αίρεσης του Πρισκιλιανισμού (και ο πρώτος που εκτελέστηκε από το επίσημο χριστιανικό δόγμα, τον οποίο υποδύεται ο ίδιος ο Καριέρ), ένας παπάς που έχει δραπετεύσει από ψυχιατρικό άσυλο, ο Πάπας που εκτελείται από αντιστασιακούς και φυσικά ο ίδιος ο σούπερ σταρ Ιησούς, τον οποίο η μητέρα του Παναγία προτρέπει να μην ξυρίσει το μούσι γιατί του πηγαίνει περισσότερο!

Εγκαινιάζοντας, όπως αργότερα κι ο ίδιος ο σκηνοθέτης συνειδητοποίησε στην αυτοβιογραφία του, μια τριλογία (μαζί με τη «Διακριτική Γοητεία της Μπουρζουαζίας» και το «Φάντασμα της Ελευθερίας») για την αναζήτηση της αλήθειας ενάντια στον αυταρχισμό και στις συμβάσεις του αστικού πολιτισμού, o Μπουνιουέλ χρησιμοποιεί τη μέθοδο που αποκαλούσε «ασυνεχή συνέχεια» για να ενορχηστρώσει ένα απόλυτα και μαεστρικά ελεγχόμενο, αλλά φαινομενικά άναρχο υλικό, που παρεκτρέπεται διαρκώς και ποικιλοτρόπως σε υποπλοκές και παρεμβάσεις που αψηφούν το χρόνο, τη λογική και όλες τις αφηγηματικές συμβάσεις και μοιάζουν να υπαγορεύονται τελικά από τα ίδια τα λογικά χάσματα και τα αδιέξοδα ενός εκατέρωθεν φανατισμού που καταλύει το μεταφυσικό μυστήριο, το οποίο υποτίθεται πως προσπαθεί να εξηγήσει.

Με απολαυστικούς και πνευματώδεις διαλόγους που άπτονται ζητημάτων όμως η τριαδικότητα του Θεού, η δισυπόστατη φύση του Ιησού Χριστού, η πηγή του Κακού και η σημασία της ελεύθερης βούλησης, ο «Γαλαξίας» διατηρεί σε όλη τη διάρκειά του μια γοητευτική κι αταξινόμητη αμφισημία, που προκάλεσε αμηχανία ή ακόμα και εχθρικές αντιδράσεις στην εποχή του, γιατί ο Μπουνιουέλ προτιμά να αφήσει τον θεατή να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα αναφορικά με την αλήθεια, τα ψεύδη και την εξωφρενικότητα όσων παραθέτει. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι το Βατικανό που είχε το 1961 καταδικάσει την «Βιριδιάνα» ως βλάσφημη ταινία ζήτησε από την Ιταλική λογοκρισία να άρει την απαγόρευσή της για τον «Γαλαξία», ενώ ο συγγραφέας και φίλος του Μπουνιουέλ Χούλιο Κορτάσαρ, αλλά και μερίδα της αριστερής κριτικής, τον κατηγόρησαν για άκαιρο συμβιβασμό ή ακόμα και χρηματοδότηση από την επίσημη καθολική εκκλησία.

Αλλά όλες αυτές οι αντιφάσεις είναι σύμφυτες με το έργο του Ισπανού σκηνοθέτη που αρνήθηκε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του την εύκολη κατηγοριοποίηση και τον μανιχαϊσμό της καθολικής κι απόλυτης αλήθειας ενός και μοναδικού δόγματος, είτε αυτό ήταν ο καθολικισμός με τον οποίο μεγάλωσε και τον οποίο από παιδί ενδόμυχα απέρριψε, είτε το κίνημα των σουρεαλιστών του Αντρέ Μπρετόν, είτε ο κομμουνισμός, αλλά αντιθέτως προτίμησε να διασαλεύσει κάθε καθεστηκυία αντίληψη, αιρετικός και προκλητικός μέχρι το τέλος. Δόξα τω Θεώ, ο Λουίς Μπουνιουέλ ήταν άθεος.