Ο Τόμας Τζερόμ Νιούτον περπατά στη μέση του πουθενά με θαμπωμένο βλέμμα, πορσελάνινη επιδερμίδα, πορφυρά μαλλιά - ένα αλαφροΐσκιωτο, αλλόκοτο πλάσμα. Επεσε στη γη, έχοντας μία αποστολή: να βρει σωτηρία για το μακρινό πλανήτη του που υποφέρει από λειψυδρία. Μόνο που εκείνος θα προσπαθήσει να επικοινωνήσει με τους γήινους, να ενσωματωθεί στην ανθρώπινη κοινωνία. Υπάρχουν συγκεκριμμένοι κανόνες όμως που διέπουν τη ζωή στον πλανήτη Γη: χρήμα, κέρδος, ασυδοσία, πάθη, αλκόολ, σεξ. Οι άνθρωποι θα τον εκμεταλλευτούν, θα απομυζήσουν το κορμί, τις δυνάμεις, την ευφυία, το πνεύμα, την καλοσύνη του. Και στην ουσία δε θα τον αποδεκτούν ποτέ. Μονόδρομος; Η επιστροφή εκεί που τον αγαπούν...

Παίρνοντας απλώς τη ραχοκοκκαλιά της ιστορίας στο ομώνυμο βιβλίο («The Man Who Fell to Earth») του Γουόλτερ Τέβις, ο Βρετανός οραματιστής Νίκολας Ρεγκ δημιουργεί το 1976 κάτι έτη φωτός μπροστά από την εποχή του, πολύ πιο υγρό στη κινηματογραφική φόρμα, ελλειπτικό στην αφήγηση, κατακερματισμένο στο μοντάζ. Πλάθει μία sci fi ταινία - τόσο ασυνήθιστη, απόκοσμη, εξωτική, εξωφρενική και συνάμα γοητευτική, όσο κι ο ήρωάς της. Mία ταινία, εξωγήινη.

Το παραδοξότερο όλων όμως είναι ότι, 41 χρόνια μετά, το σχόλιο του Ρεγκ για τις ανθρώπινες κοινωνίες στέκεται ακόμα πιο επίκαιρο, εύστοχο κι επώδυνο. Η ταινία λειτουργεί ως πεσιμιστική αλληγορία για τη διαφορετικότητα, τον αντικομφορμισμό, την έννοια του «ξένου». Πόσο μπορεί ένα άκαμπτο, αρτηριοσκληρωτικό κοινωνικό πρότυπο να αποδεχθεί νέες ιδέες, άλλες φόρμες, εναλλακτικές κουλτούρες; Ή έχουμε κατασκευάσει ένα φαύλο συστεμικό κύκλο, έναν τόσο παρακμιακό δυτικό πολιτισμό, που απειλείται από το αλλιώτικο, το βαφτίζει «φρικιό» και το καταβροχθίζει;

Το κοινό του 2017 μπορεί να ξαφνιαστεί με την αντισυμβατική επιδερμίδα της ταινίας - τη χαλαρότητα των ρυθμών, τον αποπροσανατολισμό των εικόνων, το πάντρεμα της σχολής του b-movie με την υπόκλιση στο κιουμπρικό μεταφυσικό σύμπαν.

Θα αποζημιωθεί όμως από το κεντρικό της άξονα, το διαγαλαξιακό της αστέρι: ο Ντέιβιντ Μπόουι, σε μία εξωπραγματική, sui generis ερμηνεία δανείζει στον Ανθρωπο, όχι μόνο την σκελετωμένη, εύθραυστη φιγούρα του και το εξωγήινο βλέμμα του (ένα μάτι γαλάζιο, ένα καστανό), αλλά, κυρίως, την ντελικάτη του ευαισθησία, την μελαγχολία του παράξενου παιδιού, την μοναξιά της αυθεντίας. Η κάμερα, ερωτευμένη μαζί του, τον παρατηρεί μαγεμένη κι εκείνος κινείται, μορφάζει, κοιτάει, σκάει στα γέλια σαν να στέλνει ένα προσωπικό κώδικα στο σύμπαν.

Πόσο πιο αυτοαναφορικό σύμβολο σε μία sci fi αλληγορία από τον Starman (ο ίδιος ο Μπόουι εμπνεύστηκε από την ταινία για δύο άλμπουμ του, το «Low» και το «Station to Station», ενώ το κύκνειο «Blackstar» επιστρέφει ακόμα πιο σκοτεινά στο διάστημα, στο τίποτα και το παν) Υπήρξε, ο αγαπημένος μας, διαστημάνθρωπος; Το επινόησε; Τον επινοήσαμε; Εχει σημασία; Θα τον ακολουθούσαμε παντού - στις δυστοπικές στέπες του Ρεγκ, κι ακόμα παραπέρα, αν έβρισκε και για εμάς μια γωνίτσα στο διαστημόπλοιό του.