Υπάρχει μόνιμα μια γνησιότητα στο σινεμά του Παντελή Βούλγαρη και ένα πάθος που αντικατοπτρίζεται τόσο στον συναισθηματισμό που διαποτίζει κάθε πλάνο όσο και στην προσεκτική επιλογή των λέξεων των πρωταγωνιστών του, οι οποίες συνήθως ξεπερνούν τους ήρωές τους για να αναδείξουν την εποχή τους, τα ήθη και όλες εκείνες τις μικρές παρόμοιες ιστορίες που παρέμειναν κρυφές στη ροή της Ιστορίας.
Ετσι και στο «Τελευταίο Σημείωμα», την πιο πρόσφατη ταινία του σκηνοθέτη, η ταινία δεν αφορά μόνο την ιστορία του Ναπολέοντα Σουκατζίδη, Κρητικού αγωνιστή του λαϊκού κινήματος που δούλεψε ως διερμηνέας των Γερμανών στη φυλακή του Χαϊδαρίου κατά τη διάρκεια της κατοχής, αλλά και όλους εκείνους που έζησαν, έδρασαν και στιγμάτισαν με το αίμα τους εκείνη την περίοδο, δημιουργώντας αθροιστικά ένα κοινωνικό ψηφιδωτό γεμάτο ιστορικές λεπτομέρειες και ανθρώπινες δυνατές στιγμές.
Γιατί η ταινία μπορεί να κλείνει με την πλήρη καταγραφή των ονομάτων των 200 ανθρώπων που εκτελέστηκαν στην Καισαριανή την Πρωτομαγιά του 1944 ως αντίποινα στην ενέδρα της ελληνικής αντίστασης στον Στρατιωτικό Διοικητή Λακωνίας, σε χαράδρα της περιοχής των Μολάων, όμως στην πραγματικότητα το «Τελευταίο Σημείωμα» είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Πίσω από το σενάριο της Ιωάννας Καρυστιάνη και του ίδιου του Παντελή Βούλγαρη φαίνεται η λεπτομερής κοινωνιολογική και ιστορική μελέτη παρόμοιων γεγονότων, πίσω από την ματιά του Παντελή Βούλγαρη γίνονται εμφανείς η αφοσίωση και η γνώση της ιστορίας, πίσω από την φωτογραφία του Σίμου Σαρκετζή, τα σκηνικά του Σπύρου Λάσκαρη και τα κοστούμια της Γιούλας Ζωϊοπούλου επιβεβαιώνεται η προσοχή στην αναπαράσταση μιας ολόκληρης εποχής.
Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι Ναπολέων Σουκατζίδης τού (ποτέ κραυγαλέα αλλά πάντοτε ιδανικά εκφραστικού) Ανδρέα Κωνσταντίνου, ο οποίος έπειτα από διαδοχικές εξορίες και φυλακές από το 1936, βρίσκεται να εκτελεί χρέη διερμηνέα στον Γερμανό Διοικητή του στρατοπέδου του Χαϊδαρίου, Καρλ Φίσερ (Αντρέ Χένικε). Εξω από το στρατόπεδο, η μνηστή του Ναπολέοντα, Χαρά Λιουδάκη (η Μελία Κράιλινγκ έχει το δύσκολο ρόλο να βασιστεί περισσότερο στη στάση του σώματος και το βλέμμα της παρά στα λόγια – και αριστεύει), εργάζεται ως νοσοκόμα υπομένοντας καθημερινά την προσδοκία της επανασύνδεσης. Η ενέδρα στους Μολάους και οι τέσσερις νεκροί Γερμανοί που φέρνει ως αποτέλεσμα, πρόκειται να θέσουν σε διαφορετική ροή την ιστορία τους και να κάνουν ακόμα ασθενέστερη οποιαδήποτε ελπίδα.
Ομως το «Τελευταίο Σημείωμα» δεν είναι τόσο μια ταινία για την ελπίδα όσο για τη δύναμη των πιστεύω και την ισχύ των ιδεωδών και οι ποικίλες μικρές ιστορίες φόβου, συντροφικότητας, φιλίας αλλά και ονειροπόλησης των κρατούμενων στους θαλάμους, δίνουν στον Βούλγαρη και την Καρυστιάνη την ιδανική ευκαιρία να διευρύνουν τη ματιά τους και να μετατρέψουν τον Σουκατζίδη σε φορέα μιας ιστορίας με πολυάριθμες, εξίσου σημαντικές παραλλαγές. Η ουσιαστική δύναμη της ταινίας δεν βρίσκεται στη θορυβώδη επιφάνεια αλλά εντοπίζεται στις ήσυχες λεπτομέρειες, το δράμα παραδόξως δεν κορυφώνεται τη στιγμή του θανάτου αλλά στον πανηγυρισμό της ζωής (η σκηνή των παραδοσιακών χορών εντός της φυλακής αποτελεί και την καλύτερη σκηνή της ταινίας) και οι σημαντικότερες ατάκες δεν λέγονται από τους πρωταγωνιστές αλλά εμφανίζονται εμβόλιμες ως στιγμές από κάποια άλλη προσωπική ιστορία, που θα μπορούσε με τη σειρά της να αποτελεί μια εξίσου σημαντική ταινία.
Για αυτό και είναι εύκολο να συγχωρήσεις στην ταινία (αν και κατανοητό ως ένα βαθμό) την υπερδραματοποίηση ορισμένων στιγμών, την μάλλον υπερβολική χρήση του slow motion, την ανάγκη κατά στιγμές να τονιστούν με λόγια πράγματα που έχει ήδη κάνει σαφή η ευγλωττία των εικόνων, όπως και την αίσθηση ότι, ειδικά λόγω της πλούσιας έρευνας, πολλές ιστορίες αποζητούν (χωρίς τελικά να λαμβάνουν) περισσότερο χρόνο. Γιατί στην πραγματικότητα, το «Τελευταίο Σημείωμα» παραμένει μέχρι το τέλος μια ταινία προσωπική, ένα φιλμ που πιστεύει με πάθος στην αλήθεια της ψυχής του και μια δημιουργία ειλικρινής που βρίσκει άμεσα επικοινωνία με τον θεατή. Και αυτό είναι μάλλον το σημαντικότερο από όλα.