Τοποθετημένη στο ολέθριο φόντο της ταλανισμένης από τον πόλεμο Λιβερίας, ο Μιγκέλ, ένας γιατρός και η Ρεν, διευθύντρια μιας ανθρωπιστικής οργάνωησς πρέπει να βρουν ένα τρόπο να κρατήσουν τη σχέση τους ζωντανή κάτω από τρομακτικά δύσκολες συνθήκες, ενώ παράλληλα, το πάθος τους για την αξία της ανθρώπινης ζωής έρχεται σε αντίθεση με τις εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις τους για την επίλυση των συγκρούσεων που τους περιβάλλουν.

Ξεχάστε το παρασκήνιο με το οποίο έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο Φεστιβάλ Καννών η νέα πέμπτη σκηνοθετική δουλειά του Σον Πεν και το οποίο συνοψίζεται στο γεγονός πως η ταινία γυρίστηκε όταν ακόμη ο Σον Πεν ήταν ζευγάρι με τη Σαρλίζ Θερόν, ενώ έφτασε στο Φεστιβάλ για την πρεμιέρα του με το ζευγάρι χωρισμένο και - φήμες, φήμες - στα μαχαίρια, αλλά παρόντες και τους δύο για την πιο πολυσυζητημένη συνέντευξη Τύπου όλης της διοργάνωσης.

Το «The Last Face» είναι τόσο κακό που είναι μεγαλύτερο θέμα συζήτησης από το χωρισμό των δύο σταρ, μια ντροπή για τους συντελεστές του και για τις «αγαθές» προθέσεις με τις οποίες φανταζόμαστε ότι φτιάχτηκε, ενώ συγκαταλέγεται ήδη στις χειρότερες ταινίες που διαγωνίστηκαν ποτέ για το Χρυσό Φοίνικα, αλλά και στις ταυτόχρονα πιο απολαυστικές προβολές της ιστορίας των Καννών με τους έκπληκτους δημοσιογράφους να μην πιστεύουν πραγματικά στα μάτια τους και να γελάνε σε επίμαχα σημεία που καλύπτουν κάθε ένα δευτερόλεπτο από τα 127 λεπτά που διαρκεί.

Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σας μεταφέρουμε την αίσθηση του «The Last Face», θα μπορούσαμε να σας πούμε πως είναι σαν ένα best-seller του Νίκολας Σπαρκς σκηνοθετημένο από τον Τέρενς Μάλικ (όχι με την καλή έννοια), με παρεμβολές από εναέρια διαφημιστικά πλάνα για τους καταυλισμούς των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στην Αφρική - και όλα αυτά υπό τους ήχους ethnic τραγουδιών και το «Otherside» των Red Hot Chili Peppers που προφανώς έδωσαν τα δικαιώματα χωρίς να ξέρουν τι επιφύλασσε η ταινία για το κλασικο κομμάτι τους από το «Californication» του 2000.

Η υπόθεσή του «The Last Face» είναι άλλη από αυτή που θα διαβάσετε σε επίσημες συνόψεις σαν αυτή που βρίσκεται στην αρχή της κριτικής.

Κρατήστε μόνο το γεγονός πως ένας άντρας (Χαβιέ Μπαρδέμ) και μια γυναίκα (Σαρλίζ Θερόν) - γιατροί ανθρωπιστικής οργάνωσης στην υπό εμφύλιο Αφρική, ερωτεύονται παράφορα, ενώ γύρω τους πεθαίνουν παιδιά, καίγονται χωριά, ξεκληρίζονται οικογένειες, η φρίκη πρωτοστατεί, αλλά κι αυτοί άνθρωποι είναι τι να κάνουν; Εννοείται πως ο χρόνος είναι μοιρασμένος ανάμεσα στο ερωτικό και το πολιτικό του πράγματος, αλλά εκεί αρχίζουν και σταματούν πολύ πολύ σύντομα (ήδη πριν τους τίτλους αρχής) όλα, καθώς ο Σον Πεν είναι πολύ σίγουρος ότι μπορεί να χειριστεί τις τόσο ριψοκίνδυνες ισορροπίες ενός οικοδομήματος που καταρρέει πιο ηχηρά και από την εκνευριστική μουσική του Χανς Τσίμερ κάτω από το βάρος όχι μόνο της αλαζονίας του, αλλά μάλλον και κυριότερα της ανοησίας του.

Ξεχάστε και τον Σον Πεν που γνωρίζατε ως σκηνοθέτη - εκείνο τον λιτό, σχεδόν κλασικό παρατηρητή των μελαγχολικών και μοναχικών «διαφορετικών» ηρώων του από το «Indian Runner» και το «The Pledge» μέχρι και το «Into the Wild». Εχοντας προσβληθεί προφανέστατα από το σύνδρομο «Τέρενς Μάλικ» (όχι αυτό δεν το λέμε για καλό), ενώ ας μην ξεχνάμε πως ήταν ο ίδιος που τον κατηγόρησε την εποχή του «Δέντρου της Ζωής», ο Πεν αντιγράφει κατά γράμμα την κίνηση της κάμερας και την επικολυρική διάθεση που κεντράρει στη θλιμμένη Σαρλίζ Θερόν, στη χαρούμενη Σαρλίζ Θερόν, στην προβληματισμένη Σαρλίζ Θερόν, στην κοιμισμένη Σαρλίζ Θερόν - χωρίς δυστυχώς να στραφεί ποτέ στην Σαρλίζ Θερόν που γνωρίζουμε ως την ηθοποιό που εκτός του ότι δεν θα έπαιζε ποτέ σε μια τέτοια ταινία (αν δεν είχε τυφλωθεί από τον έρωτα, φανταζόμαστε) θα προσπαθούσε να προσδώσει μερικά ψήγματα εξυπνάδας στην πανηλίθια ηρωίδα της.

Εκτός από το ότι ο Σον Πεν πιστεύει ότι μπορεί να τη βγάλει καθαρή με μια σκηνή σεξ που με απότομο cut μας μεταφέρει σε έναν καταυλισμό με τα γνωστά παιδάκια της Αφρικής που τρέχουν (και τρέχουν και τρέχουν σε όλη την ταινία - σαν να μην σταμάτησαν ποτέ να τρέχουν σε όλη την ιστορία του αμερικανικού σινεμά), είναι σίγουρος επίσης πως το πολιτικό του μήνυμα (για το πως η Δύση μπορεί να βοηθήσει την Αφρική) είναι καθαρό και δυνατό - ειδικά όταν το εκφωνεί η Σαρλίζ Θερόν σε μια από τις πιο γελοίες (ναι υπάρχουν και πιο... γελοίες) σκηνές της ταινίας. Για να μην αναφερθεί κανείς στον γραφικό τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει τα πάντα - από τους ντόπιους μέχρι τους μισητούς αντάρτες και από τον ανθρώπινο πόνο μέχρι τους λευκούς που παθαίνουν AIDS και - μέσα σ' όλα - και μια σκηνή κιτς ανθολογίας όπου το ζευγάρι βουρτσίζει τα δόντια του προκειμένου να φιληθεί για πρώτη φορά.

Ανάμεσα στο «έλεος κάπου» και στο σαρωτικά αδιανόητο σερί ανοησίας, είναι εκεί που πιάνεις τον εαυτό σου να απολαμβάνει το «The Last Face» με την ίδια ερεθιστική ενοχή που κολλάς σε μια καθημερινή σειρά με ρομάντζα, πόλεμους, αίματα και ερωτικά τρίγωνα, τον Χαβιέ Μπαρδέμ να παίζει σαν λατίνος γιατρός στο «E.R.», την (άβαφη) Αντέλ Εξαρχόπουλος να χάνει το αγόρι από τη Σαρλίζ, τον Ζαν Ρενό να εκστομίζει ατάκες σαν να έχει μόλις χτυπηθεί από εγκεφαλικό...

Σας το είπαμε και στην αρχή, αν δεν το δείτε, δεν μπορείτε να το πιστέψετε.