Μια άστεγη γυναίκα, η κυρία Σέπερντ, ζει μέσα στο φορτηγάκι της στην περιοχή του Κάμντεν του Λονδίνου, επιλέγοντας κάθε φορά έξω από ποιο σπίτι θα στρατοπεδεύσει για το επόμενο διάστημα. Αναγκασμένη να αλλάζει θέσεις, ενοχλημένη από τα μαθήματα μουσικής που κάνουν τα παιδιά των ευκατάστατων οικογενειών που την ανέχονται, θα «μετακομίσει» μαζί με το φορτηγάκι της στο πάρκινγκ του συγγραφέα Αλαν Μπένετ με τον οποίο θα αναπτύξει μια ιδιότυπη σχέση εμπιστοσύνης και φιλίας για τα επόμενα... δεκαπέντε χρόνια.

Η Μάγκι Σμιθ είναι μια σπουδαία ηθοποιός. Και δεν περίμενε κανείς την κινηματογραφική διασκευή του ομώνυμου θεατρικού, που η ίδια έπαιξε πρώτη το 1999, για να το καταλάβει. Αλλωστε μέσα στα χρόνια, η αληθινή ιστορία που έζησε ο θεατρικός συγγραφέας Αλαν Μπένετ συνδέθηκε τόσο με την εμβληματική παρουσία της βρετανίδας ηθοποιού που μοιάζει πλέον δύσκολο να μιλήσει κανείς για την κυρία Σέπερντ χωρίς να φέρει στο μυαλό του την πηγαία φλεγματική προσωπικότητα της Μάγκι Σμιθ και μαζί τον μοναδικό της τρόπο να είναι διαλοεμένα απολαυστική ενώ χωρίς να το καταλαβαίνεις σου έχει ήδη ραγίσει την καρδιά.

Σκηνοθετημένο από τον Νίκολας Χάιτνερ, φίλο του Αλαν Μπένετ και σκηνοθέτη και των δύο κινηματογραφικών του επιτυχιών (διασκευές και αυτές των θεατρικών του επιτυχιών «Η Τρέλα του Γεωργίου του 3ου» και «The History Boys»), το «Η Κυρία και το Φορτηγάκι» φέρει όλη εκείνη την αμίμητη βρετανική παράδοση της μικρής γλυκόπικρης ταινίας που σέβεται (σε υπερβολικό βαθμό) την πρώτη της ύλη, συγκεντρώνει υπέροχους Βρετανούς ηθοποιούς (από την Φράνσις Ντε Λα Τουρ μέχρι τον Τζιμ Μπρόουντμπεντ) και αφηγείται μια - απίστευτη, κι όμως αληθινή - ιστορία που σε συγκινεί, σε διασκεδάζει, λέει κάτι πολύ σημαντικό για τον «εαυτό» μας που δεν τον ανεχόμαστε και πώς μπορούμε να μάθουμε να ζούμε μαζί του και τελικά σου αφήνει ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη.

Είναι φανερό ότι ο Αλαν Μπένετ προσπάθησε, στη σεναριακή διασκευή του θεατρικού του έργου, να δώσει κίνηση στους ήρωές του, να μοιράσει τη δράση σε εσωτερικά και εξωτερικά (έτσι ώστε να εντυπωθεί και το παράδοξο της «συγκατοίκησης» της κυρίας Σέπερντ με τον θεατρικό συγγραφέα), να μεταφέρει τη φορτισμένη κινησιολογία της ηρωίδας του στο ρυθμό της αφηγήσής του. Την ίδια φιλότιμη προσπάθεια κάνει και ο Νίκολας Χάιτνερ που ωστόσο βρίσκεται εδώ για να δώσει ζωή σε ένα πρότζεκτ του Μπένετ. Ακόμη κι έτσι, όμως, όλα προδίδουν τις θεατρικές καταβολές της ιστορίας, με τις καλύτερες στιγμές της να παραμένουν οι μονόλογοι των δύο κεντρικών ηρώων και με τις πιο αδύναμες να ξεκινούν από την ιδέα με τη διχοτομημένη προσωπικότητα του θεατρικού συγγραφέα (που άλλοτε λειτουργεί και άλλοτε κουράζει) και να καταλήγουν στην αδιόρατη αίσθηση ενός (αστυνομικού) μυστηρίου που δεν οδηγεί πουθενά.

Κάτω από ένα επίμονα επηξηγηματικό voice-over, ανάμεσα στις ατάκες που γραμμένες με τέχνη ορίζουν την αρχή και το τέλος της κάθε σκηνής, πίσω από την ισχνή αναφορά στη θατσερική Αγγλία και την υποκρισία μιας ολόκληρης τάξης, το ζευγάρι των Αλεξ Τζένινγκς και Μάγκι Σμιθ κάνει το φιλμ να έχει πραγματικό λόγο ύπαρξης. Αυτός ένας συμπλεγματικός μοναχικός γκέι που προσπαθεί μέσα από την κυρία Σέπερντ να ξεκαθαρίσει τα σύννεφα που στέκονται πάνω από τη σχέση με τη μητέρα του. Αυτή μια βαθιά τραυματισμένη στα όρια της τρέλας γυναίκα που δεν έχει χρόνο για συγγνώμες ακόμη και όταν η ανάγκη της για επικοινωνία την κάνει τον πιο αφόρητο άνθρωπο στον κόσμο.

Αντίβαρο στη φιλότιμη αλλά απλώς συμπαθητική παρουσία του Αλεξ Τζένινγκς και σαφώς στο κέντρο μιας ταινίας πολύ πιο «ασφαλούς» από τα ρίσκα που παίρνει η ίδια, η Μάγκι Σμιθ είναι μια έκρηξη από συμπεριφορές, εναλλαγές συναισθημάτων και υποκριτικού μεγαλείου. Παίζοντας με τη φωνή της, με τα επίπεδα των ρούχων που είναι ντυμένη, με τα μεγάλα γουρλωμένα μάτια της και με εκείνη τη γνώση του που σταματάει η ερμηνεία και που αρχίζει η πραγματικότητα, η Μάγκι Σμιθ είναι η κυρία Σέπερντ, μια μοναχική γυναίκα που συνεχίζει να ζει με τους δικούς της όρους, στερημένη από τη ζωή που της απαγόρευσαν, αλλά πλούσια από την επιμονή της να εγκαθιδρύσει μια νέα ιδέα δικαιοσύνης, προσευχής, φιλίας και να επαναπροσδιορίσει την έννοια του τι εννοούμε όταν λέμε «σπίτι».